Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

ΔΕΙΚΤΗΣ ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Το ψηφιακό δυναμικό που θα μπορούσε να απελευθερωθεί προς όφελος των Ευρωπαίων πολιτών και των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων είναι πολύ πλούσιο. Από τις διαδικτυακές αγορές και σπουδές μέχρι την πληρωμή λογαριασμών και τη χρήση δημοσίων υπηρεσιών μέσω διαδικτύου, την απάντηση δίνει το Ίντερνετ, εφόσον βεβαίως υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Αυτό είναι το συμπέρασμα του νέου Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (Digital Economy and Society Index, DESI) που ανέπτυξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και έδωσε στη δημοσιότητα περί τα τέλη Φεβρουαρίου του 2015. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το πόσο ψηφιακή είναι μια χώρα ποικίλλει μεταξύ των χωρών της ΕΕ και ότι τα σύνορα παραμένουν εμπόδιο για μια ολοκληρωμένη Ψηφιακή Ενιαία Αγορά.
Το νέο εργαλείο δίνει μια συνοπτική εικόνα, ανά χώρα, της συνδεσιμότητας, των δεξιοτήτων στη χρήση του διαδικτύου, των διαδικτυακών δραστηριοτήτων, καθώς και του βαθμού ανάπτυξης ορισμένων βασικών ψηφιακών τεχνολογιών και ψηφιακών δημοσίων υπηρεσιών. Τα στοιχεία είναι ως επί το πλείστον του 2013 και του 2014, και παρέχουν μια γενική εικόνα της ψηφιακής Ευρώπης, καθώς και κατάταξη των χωρών με βάση τις καλύτερες επιδόσεις στον ψηφιακό τομέα. Ο δείκτης συνδυάζει πάνω από 30 επιμέρους δείκτες και χρησιμοποιεί ένα σύστημα στάθμισης για την κατάταξη κάθε χώρας με βάση τις ψηφιακές της επιδόσεις. Είναι ένα αναλυτικό εργαλείο που παρέχει την πρώτη ύλη για την υλοποίηση της στρατηγικής για την ψηφιακή ενιαία αγορά.
Για τον υπολογισμό της συνολικής βαθμολογίας, κάθε ομάδα και υποομάδα δεικτών έλαβε έναν ειδικό συντελεστή στάθμισης από εμπειρογνώμονες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η συνδεσιμότητα και οι ψηφιακές δεξιότητες («ανθρώπινο κεφάλαιο»), τα οποία θεωρούνται θεμέλια της ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας, συμβάλλουν το καθένα στην τελική βαθμολογία με ποσοστό 25% (η μέγιστη βαθμολογία ψηφιακών επιδόσεων είναι 1). Η ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας ανέρχεται σε 20%, δεδομένου ότι η χρήση των ΤΠΕ από τις επιχειρήσεις αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους μοχλούς ανάπτυξης. Τέλος, οι διαδικτυακές δραστηριότητες («χρήση του διαδικτύου») και οι ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες συμβάλλουν αμφότερες με ποσοστό 15%. Το διαδικτυακό εργαλείο για τον Ψηφιακό Δείκτη είναι ευέλικτο και επιτρέπει στους χρήστες να πειραματίζονται με διαφορετικούς συντελεστές στάθμισης για κάθε επιμέρους δείκτη και να βλέπουν πώς αυτό επηρεάζει τη συνολική κατάταξη.
Τα κύρια συμπεράσματα του Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας είναι τα εξής:
- Η ψηφιακή εμπειρία εξαρτάται από τη χώρα στην οποία βρίσκεστε, καθώς οι επιδόσεις ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, ξεκινώντας από τις χώρες με τις καλύτερες ψηφιακές επιδόσεις, όπως η Δανία και φθάνοντας στις χώρες με τις χαμηλότερες επιδόσεις, όπως η Ρουμανία.
- Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι χρησιμοποιούν το διαδίκτυο τακτικά: 75% το 2014 (έναντι 72% το 2013), ποσοστό που κυμαίνεται από 93% στο Λουξεμβούργο μέχρι 48% στη Ρουμανία.
- Οι Ευρωπαίοι επιθυμούν να έχουν πρόσβαση σε οπτικοακουστικό υλικό στο διαδίκτυο: Το 49% των Ευρωπαίων που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο παίζουν ή τηλεφορτώνουν παιχνίδια, εικόνες, ταινίες ή μουσική. Το 39% των νοικοκυριών που έχουν τηλεόραση παρακολουθούν βίντεο επί παραγγελία.
- Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) συναντούν εμπόδια όσον αφορά το ηλ. εμπόριο: μόνο το 15% των ΜΜΕ πωλούν μέσω διαδικτύου - και από το ποσοστό αυτό, λιγότερες από τις μισές κάνουν πωλήσεις εκτός συνόρων.
- Οι ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες αποτελούν καθημερινή πραγματικότητα σε ορισμένες χώρες, ενώ είναι σχεδόν ανύπαρκτες σε άλλες: Το 33% των χρηστών του διαδικτύου στην Ευρώπη χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά έντυπα για τη διαβίβαση πληροφοριών σε δημόσιες αρχές, με ποσοστά που κυμαίνονται από 69% στη Δανία έως 6% στη Ρουμανία. Το 26% των γενικών ιατρών στην Ευρώπη χρησιμοποιούν ηλεκτρονική συνταγογράφηση για να στέλνουν συνταγές σε φαρμακοποιούς μέσω διαδικτύου, αλλά το ποσοστό αυτό κυμαίνεται από 100% στην Εσθονία μέχρι 0% στη Μάλτα.
Πόσο ψηφιακή είναι η Ελλάδα; Η Ελλάδα ανήκει στην ομάδα χωρών με χαμηλές επιδόσεις, χαμηλότερες του μέσου όρου. Έχει συνολική βαθμολογία 0,36 και κατατάσσεται στην 26η θέση μεταξύ των 28 κρατών μελών της ΕΕ. Σε σχέση με το προηγούμενο έτος, έχει σημειώσει πρόοδο όσον αφορά τη συνδεσιμότητα. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το 100% των ελληνικών νοικοκυριών έχουν πρόσβαση σε σταθερές ευρυζωνικές υπηρεσίες, το 37 % δεν έχει ακόμη συνδρομή σε αυτές. Η Ελλάδα υστερεί από την πλευρά της ζήτησης, με χαμηλό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων (μόνο το 59% είναι τακτικοί χρήστες του διαδικτύου, ενώ το 33% δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ το διαδίκτυο) και εμπιστοσύνης (οι περισσότεροι Έλληνες εξακολουθούν να μην πραγματοποιούν ηλεκτρονικές αγορές ή ηλεκτρονικές συναλλαγές). Η κατάσταση αυτή αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας. Οι διαδικτυακές δημόσιες υπηρεσίες αποτελούν βασική πρόκληση για την Ελλάδα, δεδομένου ότι η χώρα είναι μεταξύ των τελευταίων στην ΕΕ. Ωστόσο, είναι θετικό ότι το 38% των χρηστών του διαδικτύου έχουν ανταλλάξει συμπληρωμένα έντυπα με τη δημόσια διοίκηση μέσω διαδικτύου.


ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS:

Βλ. σχετικό ιστότοπο:

Το προφίλ DESI της Ελλάδας:
ec.europa.eu/information_society/newsroom/cf/dae/document.cfm?action=display&doc_id=8816

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΑΠΡΟΣΚΟΠΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΕ ΙΣΤΟΤΟΠΟΥΣ ΜΕ ΠΕΙΡΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

Με την υπ’ αριθμ. 13478/2014 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών απορρίφθηκαν από κοινού οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων που είχαν καταθέσει 5 ελληνικοί οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων οι οποίοι ζητούσαν να επιβληθεί στους παρόχους πρόσβασης στο διαδίκτυο η υποχρέωση να αποκλείουν την πρόσβαση σε συγκεκριμένες ιστοσελίδες με την αιτιολογία ότι αυτές προβαίνουν σε παράνομη διάθεση στο κοινό προστατευόμενων έργων, κυρίως με τη χρήση torrents. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι η τεχνολογία torrent επιτρέπει την ανταλλαγή όχι μόνο πειρατικών αλλά και νόμιμων αρχείων και, δεύτερον, ότι με τις επίμαχες αιτήσεις ζητήθηκε να ληφθούν τεχνικά μέσα από τους παρόχους τα οποία θα απέκλειαν συνολικά την πρόσβαση σε συγκεκριμένους ιστότοπους και θα καθιστούσαν αδιακρίτως ανέφικτη τη μεταφόρτωση κάθε είδους αρχείων από τις εν λόγω πηγές.
Το ενδιαφέρον σκεπτικό της σχετικής μακροσκελούς αποφάσεως συμπυκνώνεται στο κατωτέρω απόσπασμα:
«[…] Τα αιτούμενα δε ασφαλιστικά μέτρα, ως μέτρα επιβολής και προάσπισης των παραβιαζομένων δικαιωμάτων των δικαιούχων και μελών των αιτούντων νομικών προσώπων (που αφορούν όλο και λιγότερο τους ίδιους τους δημιουργούς και περισσότερο τα συμφέροντα των ίδιων των εταιριών της πολιτιστικής βιομηχανίας), στο σύνολό τους, συνιστούν περιορισμούς των κατωτέρω αναφερομένων δικαιωμάτων, οι οποίοι, όμως, δεν είναι συμβατοί με την αρχή της αναλογικότητας και με το απαραβίαστο: (α) της ελευθερίας της πληροφόρησης (άρθρο 5α, παρ. 1, Σ), (β) του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας (άρθρο 5α, παρ. 2, Σ), ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την ισότιμη συμμετοχή των ατόμων στην κοινωνική, πολιτική, και οικονομική ζωή καθώς και για την με ουσιαστικό τρόπο ενάσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, (γ) του δικαιώματος προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9α Σ), (δ) του απορρήτου της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας (άρθρο 19 Σ), δεδομένου ότι μέσω αυτών καταστέλλονται, αδιακρίτως, όχι μόνον παράνομες αλλά και νόμιμες πράξεις και ως εκ τούτου συνιστούν ανεπίτρεπτη επέμβαση στις τελευταίες, που ενώ δεν σχετίζονται με την διακίνηση έργων (προστατευόμενων και μη), καταλήγουν να υποβαθμίζονται, και δεν πληρούν (τα αιτούμενα μέτρα) τα ειδικότερα κριτήρια της αναγκαιότητας και της καταλληλότητας για την έστω και εν μέρει επίτευξη του επιδιωκόμενου ως άνω σκοπού. Αυτό καθίσταται σαφές από τη στιγμή που όπως αναφέρεται οι συγκεκριμένες, ανωτέρω παρατιθέμενες, από τις επίμαχες ιστοσελίδες, λειτουργούν ήδη με άλλη IP. Επιπλέον, τα αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα αντιβαίνουν στο άρθρο 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, παραβιάζοντας το δικαίωμα των καθ’ ων παρόχων στην επιχειρηματικότητα, αλλά και στην βασική αρχή της διαδικτυακής ουδετερότητας, που προβλέπει ότι όλες οι πληροφορίες πρέπει να διακινούνται χωρίς διάκριση, ανεξάρτητα της φύσης και του σκοπού τους από τους παρόχους σύνδεσης. Το κόστος δε που τα αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα συνεπάγεται για τα έννομα συμφέροντα των τελικών χρηστών και συνδρομητών των καθ’ ων, είναι δυσανάλογο με την επιδιωκόμενη (και αμφισβητούμενη) από πλευράς των μελών των αιτούντων νομικών προσώπων ωφέλεια, ενόψει του σοβαρού περιορισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων των πρώτων και των γενικότερων συνεπειών που έχουν οι αιτούμενες ρυθμιστικές επεμβάσεις στην εξέλιξη της κοινωνίας της πληροφορίας σε συνθήκες ελευθερίας και δικαιοσύνης. […]»


ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS:

Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης:
https://www.void.gr/kargig/blog/wp-content/apofash_asfalistikwn_metrwn_aepi_2013.pdf