Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

IPRED 2: ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΕΑΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ

Εισαγωγικά

Την τελευταία πενταετία εκδηλώνεται στον ευρωπαϊκό, κυρίως, χώρο ένα δυναμικό κίνημα αμφισβήτησης των πνευματικών δικαιωμάτων αλλά και της «πνευματικής ιδιοκτησίας» ως έννοιας. Με αφορμή την προσπάθεια νομοθετικής κατοχύρωσης των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας λογισμικού σε κοινοτικό επίπεδο, εντός του 2004, οι σχετικές ακτιβιστικές οργανώσεις απέκτησαν πρωτοφανή συσπείρωση πετυχαίνοντας, τελικά, την ματαίωση της Οδηγίας «περί πατεντών λογισμικού» (όπως μνημονεύεται πια, βλ. αναλυτικά e-πίκαιρα, ΕΕΕυρΔ 4:2004). Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, όμως, υιοθετήθηκε, παρά τις όποιες αντιδράσεις, η πρώτη κοινοτική Οδηγία για την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας εν γένει, γνωστότερη με την συντομογραφική ονομασία «IPRED» (Intellectual PRoperty Enforcement Directive). Με την Οδηγία 2004/48/ΕΚ αναγνωριζόταν, λοιπόν, αναμενόμενα, η προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων με μέτρα πολιτικού και διοικητικού χαρακτήρα. Πριν προλάβουν, ωστόσο, να κοπάσουν οι αντίθετες φωνές και σχεδόν πριν την ενσωμάτωση των σχετικών κοινοτικών διατάξεων στο εθνικό δίκαιο των κρατών-μελών, η Επιτροπή επανήλθε με νέα πρόταση Οδηγίας «σχετικά με τη θέσπιση ποινικών μέτρων για την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας», μόλις στις 25 Απριλίου 2007. Με την κωδική ονομασία «IPRED 2» ως στόχο, οι αντιδράσεις πλέον πέρασαν από τους ακτιβιστές σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, ερευνητικά Ινστιτούτα, οργανώσεις βιβλιοθηκών, ενώσεις καταναλωτών κλπ., καθώς η νέα πρόταση της Επιτροπής καθιστά προφανή την αποφασιστική στόχευση της κοινοτικής πολιτικής προς επιλογές υπέρ της αναγνώρισης και αυξημένης προστασίας των δικαιωμάτων που απορρέουν από την διανοητική δημιουργία.

Νομοτεχνικά

Πριν εξετάσουμε το περιεχόμενο της πρότασης, αξίζει να αναφερθούμε στη νομοτεχνική της υπόσταση που εγείρει επίσης αρκετή κριτική. Το εμφανές πρόβλημα εστιάζεται στην επιδίωξη εναρμόνισης ποινικών διατάξεων των κρατών-μελών με τη χρήση ενός νομικού εργαλείου πέραν του καλούμενου «τρίτου πυλώνα» και της κοινής πολιτικής στο χώρο της ασφάλειας και της δικαιοσύνης. Πρέπει να ειπωθεί μάλιστα ότι η αρχική πρόβλεψη αφορούσε πρόταση Απόφασης-Πλαισίου, που μετατράπηκε τελικά σε πρόταση Οδηγίας, με αιτιολογικό κριτήριο την απόφαση του Δ.Ε.Κ. της 13.9.2005 (C-176/03 Επιτροπή κατά Συμβουλίου). Με την πρόσφατη αυτή απόφαση, που αφορούσε τη δυνατότητα εναρμόνισης ποινικών διατάξεων αναφορικά με την προστασία του περιβάλλοντος, το Δικαστήριο έκρινε ότι «κάθε ποινική εναρμόνιση εμπίπτει στην κοινοτική αρμοδιότητα όταν κρίνεται αναγκαία για την αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου». Το ίδιο σκεπτικό ενσωματώνεται και στην αιτιολογική έκθεση της προτεινόμενης Οδηγίας, όπου συμπληρωματικά αναφέρονται, μεταξύ άλλων, η συμβολή του Διαδικτύου στη διανομή των πειρατικών προϊόντων, η οικονομική αντίστιξη πειρατείας-εμπορίου ναρκωτικών και η διαπίστωση ότι τα υψηλά δυνητικά κέρδη εξασφαλίζονται χωρίς κίνδυνο σημαντικών νομικών κυρώσεων. Εντούτοις, η πρωτοβουλία αυτή εκλήφθηκε ως ανεπίτρεπτη προσπάθεια επέμβασης στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών-μελών προκαλώντας πολύπλευρη αποδοκιμασία. Ενδεικτικές είναι οι αντιδράσεις τόσο του Ολλανδικού Κοινοβουλίου, όσο και του Ινστιτούτου Max Planck, που αμφισβητούν την αναγκαιότητα της επιδιωκόμενης ποινικής εναρμόνισης για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και επιμένουν στην διαφορετική αντιμετώπιση της πειρατείας από την προστασία του περιβάλλοντος, την οποία αφορά η απόφαση του Δ.Ε.Κ..

Ερμηνευτικά

Πέρα από το ζήτημα της κοινοτικής αρμοδιότητας, που καλλιεργεί ήδη ενδιαφέρουσα επιστημονική συζήτηση μεταξύ των θεωρητικών του ευρωπαϊκού δικαίου, δριμεία κριτική συγκεντρώνει το περιεχόμενο της πρότασης αυτό καθαυτό. Καταρχήν, το κείμενο που δόθηκε για «πρώτη ανάγνωση» περιείχε προβλέψεις ποινικοποίησης και για παραβίαση πατεντών λογισμικού, γεγονός που κινητοποίησε σύσσωμη την ψηφιακή κοινότητα, με αποτέλεσμα να ζητηθεί η εξαίρεση των επίμαχων διατάξεων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ειδική πρόβλεψη θέλησαν, επίσης, οι ευρωβουλευτές ώστε η αναπαραγωγή προστατευόμενου έργου για δημοσιογραφικούς λόγους (κριτική, σχολιασμός, μετάδοση ειδήσεων) να μη συνιστά ποινικό αδίκημα. Το ίδιο ζητήθηκε και για τις περιπτώσεις πειρατείας που προορίζεται για προσωπική, μη κερδοσκοπική χρήση. Κατά τα λοιπά η πρόταση ψηφίστηκε ως είχε με 374 ψήφους υπέρ έναντι 278 κατά, περιμένοντας πια την έγκριση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Ακόμα και μετά την σχετική αποσαφήνιση της πρότασης με τις παρεμβάσεις του Κοινοβουλίου, το κείμενο διατηρεί αμφιλεγόμενα σημεία που συντηρούν τις κριτικές αντιδράσεις. Το κομβικό άρθρο 3 της υπό έγκριση Οδηγίας χαρακτηρίζει ως «ποινικό αδίκημα κάθε εκ προθέσεως προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας που διαπράττεται σε εμπορική κλίμακα, καθώς και την απόπειρα προσβολής, τη συνέργεια και την ηθική αυτουργία σε τέτοια παράβαση». Η παραπάνω διατύπωση θεωρείται ιδιαίτερα ασαφής όσον αφορά τον όρο «εμπορική κλίμακα» και εκφράζονται, όχι αδικαιολόγητα, φόβοι ότι με την θαμπή φρασεολογία επιχειρείται η ένταξη στο αξιόποινο και των ιδιωτών που, χωρίς κερδοσκοπικές βλέψεις, απλά θίγουν τα εμπορικά συμφέροντα της κινηματογραφικής και μουσικής βιομηχανίας. Περαιτέρω, προβληματίζει ιδιαίτερα η διεύρυνση του αξιοποίνου στην απόπειρα ενώ πίσω από τους δυνητικούς συνεργούς και τους ηθικούς αυτουργούς εύκολα μπορεί να ιδωθεί η στοχοποίηση των παροχέων φιλοξενίας διαδικτυακού περιεχομένου ή και των προγραμματιστών που αναπτύσσουν λογισμικό ανταλλαγής αρχείων. Με τον τρόπο αυτό ναρκοθετείται σίγουρα ο ψηφιακός κόσμος όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, αφού οι πιο δημοφιλείς ιστοτόποι (ενδεικτικό παράδειγμα το YouTube) αλλά και πλατφόρμες φιλοξενίας των πολύ διαδεδομένων μπλογκς θα κληθούν να αναλάβουν τις ευθύνες τους.

Οι επικριτές της πρότασης σπεύδουν να συνδυάσουν με την ανωτέρω προβληματική την πρόβλεψη των κυρώσεων μιλώντας για εξοντωτικές ποινές. Εντούτοις, στο σημείο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί πως δεν προτείνονται ελάχιστες ή μέγιστες ποινές (στο επίμαχο τμήμα η ελληνική μετάφραση είναι εσφαλμένη), αλλά τίθενται ελάχιστες τιμές στα ανώτατα όρια των ποινών. Πιο απλά, στην Ελλάδα το ανώτατο όριο φυλάκισης είναι ήδη τα 5 έτη και σύμφωνα με το άρθρο 5 της πρότασης, αυτό το όριο-«οροφή» δεν θα έπρεπε να είναι κάτω από 4 έτη. Από εκεί και πέρα καλείται ο εθνικός νομοθέτης να υιοθετήσει το τελικό πλαίσιο και ο εθνικός δικαστής να επιβάλει την ποινή ανάλογα με την βαρύτητα της πράξης μέσα στο πλαίσιο αυτό. Σίγουρα, όμως, έστω και η απλή απαρίθμηση των κυρώσεων που αφορούν μεγάλες χρηματικές ποινές, κλείσιμο επιχειρήσεων, δήμευση κλπ. αρκεί για να προκαλέσει την έντονη δυσφορία των ενδιαφερομένων που νοιώθουν για πρώτη φορά την προσωπική τους ελευθερία να απειλείται με κοινοτική πρωτοβουλία, η οποία παρακάμπτει την εθνική δικαιοδοσία.

Σε επίπεδο κίνησης της ποινικής διαδικασίας, απαιτείται με το προτεινόμενο άρθρο 8 η εξασφάλιση της αυτεπάγγελτης δίωξης. Με τον τρόπο αυτό, βέβαια, απαλλάσσονται οι φορείς διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων από τα έξοδα των ιδιωτικών ερευνών και της προάσπισης των συμφερόντων τους ενώ παράλληλα τους χορηγείται ρητά το δικαίωμα συμμετοχής σε κοινές ομάδες έρευνας (άρθρο 7) εφόσον το επιθυμούν. Κυρίως, όμως, αναιρείται η δυνατότητα συμβιβαστικών λύσεων που μέχρι σήμερα αποτελούσαν τον κανόνα στις υποθέσεις ψηφιακής πειρατείας.

Συμπερασματικά

Με την πρόταση της Οδηγίας IPRED 2, που οδεύει προς την τελική υιοθέτησή της, φαίνεται να ανοίγει καταρχήν ο δρόμος για τις άμεσες κοινοτικές επεμβάσεις στο ποινικό δίκαιο των κρατών-μελών. Ως προς τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται ένα βήμα πριν την πλήρη εξασφάλισή τους σε κοινοτικό επίπεδο. Αναμφισβήτητα, η εξέλιξη αυτή θωρακίζει μεν, νομικά, τα συμφέροντα των πνευματικών δημιουργών και των εκπροσώπων τους, αλλά διαταράσσει την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ ασφάλειας των δικαιωμάτων της μιας πλευράς και ελευθερίας -κυρίως ψηφιακής- των πολιτών/καταναλωτών. Το ίδιο αναπάντητο δίλημμα μας προβλημάτισε πρόσφατα στη στήλη μέσα από το αφιέρωμα στην ψηφιακή πειρατεία (e-πίκαιρα, ΕΕΕυρΔ 2:2007). Λίγους μήνες μετά, το μόνο που άλλαξε είναι η προφανής διαπίστωση ότι ο κοινοτικός νομοθέτης τάσσεται σαφέστερα στο πλευρό της ισχυρής ψυχαγωγικής βιομηχανίας. Ωστόσο, θα ήταν μάλλον αφελής η προσδοκία εξασφάλισης της νομοταγούς συμπεριφοράς των δικτυοπολιτών μέσω της αυστηροποίησης του νόμου. Στη σύγχρονη Κοινωνία της Πληροφορίας, ο σεβασμός προς τα δικαιώματα των δημιουργών οφείλει να κερδηθεί και όχι να απαιτείται. Όσο θα περιχαρακώνεται η ψηφιακή ελευθερία τόσο θα διογκώνεται το αντιδραστικό ρεύμα και θα εφευρίσκονται νέες διέξοδοι παραβίασης των πνευματικών δικαιωμάτων. Η αλλαγή τακτικής και η επένδυση στην εκπαίδευση του πολίτη-καταναλωτή-χρήστη επιβάλλεται προκειμένου οι «κουρσάροι» του διαδικτύου και οι δημιουργοί να συνυπάρχουν αλληλεπιδρώντας άμεσα, χωρίς διαμεσολαβητές και να συμπλέουν παραγωγικά στην «κυβερνοθάλασσα».

ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS:

Το κείμενο της προτεινόμενης Οδηγίας:

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2006:0168:
FIN:EL:PDF

Η νομοθετική πορεία της πρότασης:

http://www.europarl.europa.eu/oeil/file.jsp?id=5263692

Ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου:

http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?language=EL&type=IM-
PRESS&reference=20070420IPR05539

Ψήφισμα του Ολλανδικού Κοινοβουλίου:

http://europapoort.eerstekamer.nl/9310000/1/j9tvgajcovz8izf_j9vvgbwoimqf9iv/
vg7slw5im1tl?key=vhc0fvdga1qw

Max Planck Institut:

http://www.ip.mpg.de/shared/data/pdf/
directive_of_the_european_parliament_and_of_the_council_on_criminal_measures_
aimed_at_ensuring_the_enforcement_of_intellectual_property_rights.pdf

Law Society of England and Wales:

http://www.lawsociety.org.uk/secure/file/157008/e:/teamsite-deployed/documents/
templatedata/Internet%20Documents/Non-government%20proposals/Documents/
ipcriminalsanctions
310806.pdf

Κριτική της πρότασης:

http://action.ffii.org/ipred2

http://www.copycrime.eu

http://www.digitalrights.gr/tiki/tiki-index.php?page=IPRED2

Βλ. επίσης:

http://www.unwatched.org/node/459

http://www.fipr.org/copyright/ipred2.html

http://www.gnu.org/philosophy/not-ipr.html