Πέμπτη 26 Απριλίου 2007

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ

Εισαγωγικά

Από τη σταδιακή συνειδητοποίηση της ανάγκης προστασίας της διανοητικής δημιουργίας και την πρώτη νομοθετική κατοχύρωση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (First Copyright Act, 1709, Αγγλία) μέχρι τη σημερινή ψηφιακή εποχή, οι εξελίξεις σε επιστημονικό, τεχνολογικό και κοινωνικό επίπεδο υπήρξαν τόσο ανατρεπτικές, που δεν θα μπορούσαν να αφήσουν αναλλοίωτο το τοπίο όσον αφορά τα προϊόντα της ανθρώπινης διάνοιας και τα δικαιώματα επ’ αυτών. Βαθμιαία αναπτύχθηκαν σχετικές εθνικές νομοθεσίες και πολύ γρήγορα αναζητήθηκαν τρόποι ευρύτερης προστασίας μέσω διακρατικών συμφωνιών και διεθνών συμβάσεων (βλ. κυρίως Διεθνή Σύμβαση Βέρνης/Παρισιού, 1886/1971). Οι αυξανόμενες προσβολές των πνευματικών δικαιωμάτων και η άνθηση του φαινομένου της λεγόμενης πνευματικής πειρατείας δημιούργησαν την έντονη επιθυμία για ενοποίηση και διεθνοποίηση του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας οδηγώντας τελικά στην υπογραφή της Παγκόσμιας Σύμβασης της Γενεύης (Universal Copyright Convention), το 1952, με τη συμμετοχή των Η.Π.Α., της τότε Ε.Σ.Σ.Δ, της Κίνας και άλλων κρατών (σήμερα αριθμεί 184 μέλη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας). Κατ’ επέκταση, το 1967, ιδρύθηκε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας (World Intellectual Property Organization, WIPO) με έδρα τη Γενεύη και σκοπό την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας μέσω της συνεργασίας των κρατών. Απαντώντας στις σύγχρονες απαιτήσεις ο Οργανισμός δρομολόγησε την υπογραφή νέων Συμβάσεων προς κάλυψη νομοθετικών ελλείψεων, όπως π.χ. τη Συνθήκη WIPO ή αλλιώς WCT (WIPO Copyright Treaty) του 1996, που προσαρμόζει τους σχετικούς δικαιικούς κανόνες στο ψηφιακό περιβάλλον. Από το 2000, καθιερώθηκε επιπλέον ο εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Διανοητικής Ιδιοκτησίας στις 26 Απριλίου, ημερομηνία που εκκίνησε τυπικά η λειτουργία του WIPO.

Στη χώρα μας, το βασικό νομοθέτημα για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ο νόμος 2121/1993 με τίτλο «Πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και Πολιτιστικά θέματα», ο οποίος έχει δεχτεί αλλεπάλληλες τροποποιήσεις και προσθήκες. Η πιο πρόσφατη αλλαγή επήλθε με το νόμο 3524 που εκδόθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2007 (ΦΕΚ Α΄ 15) με σκοπό την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς τις κοινοτικές Οδηγίες 2001/84/ΕΚ και 2004/48/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα παρακολούθησης υπέρ του δημιουργού ενός πρωτότυπου έργου τέχνης και την επιβολή των δικαιωμάτων της διανοητικής ιδιοκτησίας αντίστοιχα.

Από τη θέση αυτή και για λόγους οικονομίας της ύλης δε θα προχωρήσουμε, βέβαια, σε μία συνολική θεώρηση του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας και της εξελικτικής του πορείας. Το σκοπό αυτό εξυπηρετούν σημαντικές μονογραφίες και εκτεταμένα επιστημονικά συγγράμματα και εγχειρίδια (ενδεικτικά: Κοτσίρης Λ., Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας, 4η Έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2005, Εκδόσεις Σάκκουλα, Μαρίνος, Μ.-Θ., Πνευματική Ιδιοκτησία, 2η Έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή 2004, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Κουμάντος Γ., Πνευματική Ιδιοκτησία, 8η Έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, Αντ. Ν. Σάκκουλας· για τον πολύ πρόσφατο νόμο 3524/2007, βλ. σύντομη συνολική παρουσίαση από Δελή Γ. σε ΔίΜΕΕ 1/2007, σ. 58-61). Στόχος μας είναι, κυρίως, να εστιάσουμε στους σύγχρονους τρόπους πνευματικής πειρατείας που εκδηλώνονται στο ψηφιακό περιβάλλον και στις παρενέργειες τους πάνω στη νομοθετική ύλη.

Ψηφιακή Πειρατεία

Με τον ίδιο τρόπο που η ανακάλυψη της τυπογραφίας πυροδότησε ουσιαστικά τις δράσεις για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, έτσι και η πρόοδος της ψηφιακής τεχνολογίας αποτέλεσε σημείο-σταθμό τόσο για την αναζωπύρωση της πνευματικής πειρατείας όσο και για τη μετεξέλιξη των μέτρων προστασίας των πνευματικών έργων. Καταρχήν, η σύγχρονη τεχνολογία πρόσφερε σταδιακά τη δυνατότητα ψηφιοποίησης άνευ ορίου. Με δυο λόγια, όλα τα προϊόντα της ανθρώπινης διάνοιας, ένα απλό κείμενο, μία εικόνα, μία ταινία, μία μελωδία -αυτονόητα ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή- μπορούν πια να αποκτήσουν ψηφιακή κωδικοποίηση και να ενσωματωθούν σε ένα ψηφιακό μέσο αποθήκευσης όπως οι συμπαγείς δίσκοι δεδομένων, ήχου και εικόνας (τα γνωστά CDs και DVDs) αλλά και στον σκληρό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η ψηφιακή μορφή παρείχε πολύ καλύτερη ποιότητα στην αναπαραγωγή των έργων, μηδενικές αλλοιώσεις στο πέρας των ετών και πολλές ευκολίες στη χρήση, με αποτέλεσμα να επικρατήσει πολύ γρήγορα εκτοπίζοντας τα παραδοσιακά μέσα όπως οι δίσκοι βινιλίου και οι μαγνητικές κασέτες ήχου και εικόνας. Στην εξέλιξη αυτή ανθίσταται ακόμη το βιβλίο, αν και οι τίτλοι που κυκλοφορούν σε ψηφιακή μορφή αυξάνονται διαρκώς.

Παρόλο που η χρήση της νέας τεχνολογίας στηρίχτηκε κατεξοχήν από τους μηχανισμούς προώθησης των πνευματικών έργων, όπως οι δισκογραφικές και κινηματογραφικές εταιρίες, αποδείχτηκε τελικά προβληματική για την προστασία των έργων, των δημιουργών τους και των οικονομικών συμφερόντων των εταιριών. Τα ψηφιακά δεδομένα αντιγράφονταν ταχύτατα και με περισσή ευκολία. Σε συνδυασμό με τη διάδοση της χρήσης των προσωπικών Η/Υ και του διαδικτύου, η πειρατεία λογισμικού, μουσικής, κινηματογραφικών ταινιών αλλά και εικόνων, κειμένων, και βιβλίων διάγει περίοδο πλήρους άνθησης.

Παρουσιάζοντας σε γενικές γραμμές την εξέλιξη του φαινομένου μέσα στην τελευταία 15ετία, μπορούμε να ξεκινήσουμε από τα πειρατικά αντίγραφα λογισμικού που κυκλοφορούσαν αφειδώς «από χέρι σε χέρι» στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Περισσότεροι χρήστες οικιακών υπολογιστών εξυπηρετούνταν με ένα μόλις αντίγραφο κάποιου προγράμματος ή παιχνιδιού και δεν εντοπίζονταν ποτέ αφού δε συνδέονταν σε κάποιο δίκτυο. Λίγο αργότερα ακολούθησε η αντιγραφή των μουσικών CDs, πάλι «από χέρι σε χέρι». Το ίδιο συνέβη, με μικρή καθυστέρηση, όταν άρχισαν να κυκλοφορούν ευρέως τα κινηματογραφικά DVDs μετά το 2000. Μέχρι αυτό το σημείο το πρόβλημα βρισκόταν υπό μερικό έλεγχο αφού πειρατικά αντίγραφα κυκλοφορούσαν σε περιορισμένη έκταση και πριν την ψηφιακή εποχή. Στο μεταξύ όμως δύο γεγονότα έμελλε να αλλάξουν ριζικά την κατάσταση. Ήδη από το 1995 αναπτύχθηκε στη Γερμανία μία μορφή ψηφιακής κωδικοποίησης αρχείων ήχου που κατάφερνε να τα συμπιέζει μειώνοντας εντυπωσιακά το μέγεθός τους ενώ η απώλεια ποιότητας ήταν μηδενική. Η νέα μορφή αρχείων ονομάστηκε mp3 και επέτρεπε, λόγω του μικρού μεγέθους, την ταχύτερη αντιγραφή και διάδοση των μουσικών αρχείων. Το 1999 ένας 18χρονος φοιτητής ανέπτυξε και έθεσε σε διαδικτυακή λειτουργία ένα πρόγραμμα που βοηθούσε τους απανταχού δικτυωμένους χρήστες να ανταλλάσσουν αρχεία κάθε είδους και κυρίως τραγούδια σε μορφή mp3, που είχαν αποθηκευμένα στον υπολογιστή τους. Το πρόγραμμα με την ονομασία NAPSTER αποτέλεσε αντικείμενο αλλεπάλληλων δικαστικών διενέξεων καθώς βρέθηκε στο στόχαστρο μεμονωμένων καλλιτεχνών και κυρίως της Ένωσης Δισκογραφικών Εταιριών της Αμερικής (Recording Industry Association of America, RIAA).

Η περίπτωση NAPSTER πήρε μυθικές διαστάσεις, παρά τη βραχύβια λειτουργία του, διότι ουσιαστικά άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, γεννώντας την ιδέα του διαμοιρασμού αρχείων (filesharing) μεταξύ χρηστών σε απευθείας επικοινωνία (πρόκειται για λεγόμενα δίκτυα «peer to peer» ή απλά «p2p») και μετέτρεψε το διαδίκτυο σε έναν παράδεισο απόκτησης δωρεάν μουσικής. Το NAPSTER διαδέχτηκαν άλλα προγράμματα p2p όπως τα Gnutella, KaZaA, eMule, LimeWire κ.ά. ενώ η σταδιακή αύξηση των ταχύτερων ευρυζωνικών συνδέσεων (ADSL) έδωσε τη δυνατότητα στους χρήστες να ανταλλάσσουν αρχεία χωρίς περιορισμό μεγέθους, όπως κινηματογραφικές ταινίες και μεγάλες εφαρμογές λογισμικού.

Torrents

Σήμερα στην εξέλιξη των δικτύων p2p έχει κυριαρχήσει το πρωτόκολλο BitTorrent. «Torrent» ονομάζεται ένα μικρό αρχείο που λειτουργεί ως ετικέτα και φέρει την περιγραφή του μεγαλύτερου βασικού αρχείου που προσφέρεται από κάποιον χρήστη. Ο χρήστης που προσφέρει ένα αρχείο (seeder) το διατηρεί στον υπολογιστή του και δημιουργεί ένα torrent που το περιγράφει. Εν συνεχεία ανεβάζει (upload) μόνο το συγκεκριμένο αρχείο περιγραφής σε κάποια ιστοσελίδα αρχειοθέτησης ή καταλογοποίησης περισσότερων torrents. Στις ιστοσελίδες αυτές (γνωστές ως torrents trackers) καταφεύγουν οι χρήστες που θέλουν κάποιο αρχείο μουσικής, βίντεο κλπ. αναζητώντας ουσιαστικά το κατάλληλο αρχείο περιγραφής (torrent), το οποίο κατεβάζουν (download) στον υπολογιστή τους για να αποκτήσουν επαφή με το πραγματικό αρχείο που παραμένει αποκλειστικά στον υπολογιστή του χρήστη που το προσφέρει. Η μεταφορά των αρχείων επιτυγχάνεται μέσω ενός προγράμματος-πελάτη (torrent-client) που αναγνωρίζει τα αρχεία περιγραφής και διαχειρίζεται το διαμοιρασμό των βασικών αρχείων. Μία σημαντική παράμετρος εντοπίζεται στο ότι ο λήπτης (leecher) ενός αρχείου είναι συγχρόνως και εν μέρει αποστολέας όσου τμήματος του αρχείου έχει ήδη παραλάβει. Αυτό σημαίνει, στην πράξη, πως κάθε λήπτης λαμβάνει τμήματα του αρχείου από διαφορετικούς χρήστες, ενώ ο αρχικός δότης, μπορεί να κλείσει την επικοινωνία αφήνοντας το αρχείο του να μοιράζεται πλέον από άλλους χρήστες έξω από τον έλεγχό του. Καθ’ όλη αυτή τη διαδικασία, πάντως, το αρχείο δεν ανεβαίνει αυτούσιο σε κάποιον κεντρικό υπολογιστή-διακομιστή (ftp server), ούτε παρέχεται εξ’ ολοκλήρου από έναν μόνο χρήστη σε κάποιον άλλο. Συνεπώς, κάθε χρήστης εκτελεί μια παραδοσιακή μεταφορά «χέρι με χέρι» βάσει της λογικής peer to peer που αφορά όμως επιμέρους τμήματα ενός κατακερματισμένου αρχείου και στο τέλος συγκεντρώνει και ο ίδιος στον υπολογιστή του την ολοκληρωμένη μορφή του αρχείου, του οποίου τα τμήματα έλαβε από περισσότερους χρήστες. Με το σύστημα αυτό διακινούνται στο Ίντερνετ, ανά πάσα στιγμή, χιλιάδες αρχεία κάθε είδους: από προσωπικά έγγραφα και φωτογραφίες, μέχρι βιβλία, λογισμικό, τραγούδια, ταινίες, τηλεοπτικά προγράμματα και οτιδήποτε άλλο σκεφτεί να προσφέρει κάθε χρήστης.

Αντιδράσεις και νομοθετικές ρυθμίσεις

Όπως ήταν φυσικό, οι διαστάσεις που έλαβε το φαινόμενο της πειρατείας, ειδικά με την ευρεία χρήση του διαδικτύου, προκάλεσε άμεσα αντιδράσεις από τους δικαιούχους των πνευματικών δικαιωμάτων και τις ενώσεις τους. Μία από τις πρώτες κινήσεις της δισκογραφικής και κινηματογραφικής βιομηχανίας αλλά και των εταιριών λογισμικού ήταν η υιοθέτηση «τεχνολογικών μέτρων» προστασίας των πνευματικών έργων. Τα μέτρα αυτά χρησιμοποιούν την ψηφιακή τεχνολογία για να κωδικοποιήσουν με τέτοιο τρόπο το περιεχόμενο ενός αρχείου ώστε να αποτρέψουν την αντιγραφή ή την χωρίς δικαίωμα αναπαραγωγή του, διευκολύνοντας γενικότερα τη λεγόμενη «ψηφιακή διαχείριση δικαιωμάτων» (Digital Rights Management, DRM). Με τον όρο DRM εννοείται το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης των ψηφιακών δεδομένων ώστε να παρέχονται στους δικαιούχους των πνευματικών δικαιωμάτων επαρκείς πληροφορίες για τη νόμιμη ή μη χρήση τους. Οι πιέσεις εκ μέρους της θιγόμενης πλευράς οδήγησαν μάλιστα στη νομοθετική κατοχύρωση των «τεχνολογικών μέτρων» τόσο στη Συνθήκη WIPO (άρθρα 11 και 12) όσο και στην κοινοτική Οδηγία 2001/29/ΕΚ «για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας» (άρθρα 6 και 7). Στον ελληνικό νόμο 2121/1993 η ακεραιότητα των «τεχνολογικών μέτρων» και των λεγόμενων «πληροφοριών για το καθεστώς των δικαιωμάτων» (DRM) προστατεύεται με τα άρθρα 66Α και 66Β.

Η ύπαρξη, ωστόσο των αναφερθέντων μέτρων παράγει προβλήματα στη νόμιμη αναπαραγωγή ενός έργου στο πλαίσιο των περιορισμών των πνευματικών δικαιωμάτων, π.χ, στην περίπτωση της ιδιωτικής χρήσης (άρθρο 18 §1 ν. 2121/1993) ή στην περίπτωση δημιουργίας εφεδρικού αντιγράφου (άρθρο 42 §3 ν. 2121/1993). Καθώς τα τεχνολογικά μέτρα προστασίας είναι απόλυτα, καθιστούν τελικά ανενεργούς τους παραπάνω νόμιμους περιορισμούς του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Παρ’ όλα αυτά, οι δημιουργοί και οι δικαιούχοι εν γένει συνεχίζουν να εισπράττουν το τέλος που ενσωματώνεται στις συσκευές αναπαραγωγής και ψηφιακής αντιγραφής, στα αποθηκευτικά μέσα κτλ. (άρθρο 18 §3 ν. 2121/1993) και το οποίο προβλέπεται ως εύλογη αμοιβή υπέρ τους για τις περιπτώσεις της εκ του νόμου ελεύθερης αναπαραγωγής των έργων τους. Δεν είναι δυνατόν όμως την ίδια στιγμή που η ελεύθερη αναπαραγωγή ουσιαστικά ακυρώνεται μέσω των τεχνολογικών μέτρων προστασίας, να εισπράττεται και η αναλογούσα γι’ αυτήν εύλογη αμοιβή. Αυτές οι μάλλον αντιφατικές ρυθμίσεις οδήγησαν στο πλέον υποκριτικό αποτέλεσμα, την ανάπτυξη εφαρμογών λογισμικού που απενεργοποιούν οποιοδήποτε μέτρο προστασίας επιτρέποντας την ψηφιακή αντιγραφή. Φυσικά, το καθ’ όλα νόμιμο λογισμικό που καλύπτεται πίσω από το πρόσχημα της διευκόλυνσης των χρηστών στη δημιουργία μεμονωμένων αντιγράφων ασφαλείας, εξυπηρετεί κατά κύριο λόγο την παραγωγή απεριόριστων πειρατικών αντιγράφων κάθε είδους.

Εκτός, όμως, από τα αμυντικά μέτρα προστασίας, οι μεγάλες ενώσεις δισκογραφικών και κινηματογραφικών εταιριών όπως η RIAA, που ήδη αναφέραμε, η MPAA (Motion Picture Association of America) και η IFPI (International Federation of Phonographic Industry) επιδόθηκαν σε έναν δικαστικό μαραθώνιο, αποσκοπώντας αρχικά στο κλείσιμο συγκεκριμένων ιστοτόπων, όπως του NAPSTER κ.ά.. Στην πορεία όμως έγινε φανερό πως για κάθε ιστοσελίδα που έκλεινε δημιουργούνταν περισσότερες αντίστοιχες, με αποτέλεσμα να υπάρχουν δεκάδες διάδοχοι του παλαιού NAPSTER, που είναι πλέον αδύνατον να ελεγχθούν. Άλλωστε όλοι αυτοί οι ιστοτόποι λειτουργούν στα όρια της νομιμότητας, με τον βάσιμο ισχυρισμό ότι δεν προσφέρουν κανενός είδους αρχεία, παρά μόνο διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ των χρηστών. Κατά συνέπεια, το επόμενο, αναγκαστικά, βήμα, αν και μη αναμενόμενο από τη διαδικτυακή κοινότητα, ήταν οι κίνηση των εταιριών ενάντια στους μεμονωμένους χρήστες. Πράγματι από το 2004 ξεκίνησαν μαζικές μηνύσεις: μόνο από την RIAA, στις Η.Π.Α., ξεπέρασαν τις 1000 μέσα στους πρώτους τρεις μήνες ενώ στο ίδιο διάστημα η IFPI κινήθηκε εναντίον 247 Ευρωπαίων χρηστών. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις Η.Π.Α. το νομοθέτημα, του 1998, Digital Milennium Copyright Act (DMCA) επέτρεψε στη RIAA να αντλήσει πληροφορίες από τους αμερικανικούς παροχείς υπηρεσιών διαδικτύου για την ταυτότητα ύποπτων συνδρομητών τους, χωρίς καν δικαστική εντολή. Η εξέλιξη των περισσότερων υποθέσεων μέχρι σήμερα εξαντλείτο στην επιβολή προστίμων και σε συμβιβαστικούς διακανονισμούς. Δε συνέβη, ωστόσο, το ίδιο και στην Κίνα, όπου το Μάιο του 2007 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών μηνών στον Chan Nai-Ming, ο οποίος ταύτισε το όνομά του με την πρώτη καταδίκη στον κόσμο για προσφορά ψηφιακού υλικού (τρεις κινηματογραφικές ταινίες) στο δίκτυο BitTorrent.

Όσον αφορά τη χώρα μας, έχουν εκφρασθεί τα τελευταία 2 χρόνια πρωτοβουλίες εναντίον χρηστών από τους αρμόδιους εθνικούς φορείς, χωρίς όμως να γίνουν ουσιαστικές κινήσεις. Η αλήθεια είναι, βέβαια, πως τέτοιου είδους προσπάθειες εμποδίζονται μέχρι στιγμής σε επίπεδο ταυτοποίησης των χρηστών λόγω απορρήτου. Ο εντοπισμός της διαδικτυακής ταυτότητας (ΙΡ-Address) των χρηστών που διακινούν μεγάλο όγκο δεδομένων και κινούν τις υποψίες για ανταλλαγή πειρατικών αρχείων είναι εφικτός και μάλιστα με σχετική ευκολία. Από εκεί και πέρα όμως, η αντιστοίχηση στην πραγματική ταυτότητα και διεύθυνση του χρήστη μέσω του παροχέα της σύνδεσης, δυστυχώς ή ευτυχώς, περιβάλλεται με πολύ περισσότερες εγγυήσεις για τα προσωπικά δεδομένα από ότι στις Η.Π.Α. ή στην Κίνα. Και οι εγγυήσεις αυτές, εντούτοις, φαίνεται να είναι διάτρητες, αφού τους τελευταίους μήνες παρατηρήθηκε η αποστολή ηλεκτρονικών προειδοποιήσεων για διακοπή ανταλλαγής αρχείων στους «προνομιούχους» φοιτητές του κρατικού προγράμματος «Δίοδος» (φθηνό και γρήγορο Ίντερνετ), οι οποίοι απολαμβάνουν προφανώς και το «προνόμιο» παρακολούθησης των διαδικτυακών τους συνηθειών.

Παρά τον, κατά τα λοιπά, δύσκολο εντοπισμό των δικτυοπειρατών στη χώρα μας, με την τελευταία τροποποίηση του ν. 2121/1993 υιοθετήθηκαν επιπλέον κυρώσεις διοικητικού χαρακτήρα προκειμένου να αποτρέψουν τους μελλοντικούς παραβάτες. Έτσι λοιπόν, στο νέο άρθρο 65Α προβλέπεται πρόστιμο 1000 ευρώ για κάθε παράνομο αντίτυπο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή που ο χρήστης χωρίς δικαίωμα αναπαράγει, πωλεί ή κατ’ άλλον τρόπο διανέμει στο κοινό ή κατέχει με σκοπό διανομής. Σε περίπτωση δε που η προσβολή αφορά μέχρι και 50 προγράμματα, η ανεπιφύλακτη καταβολή του διοικητικού προστίμου επιφέρει την άρση του αξιοποίνου. Στο σημείο αυτό προκύπτουν διάφορα ερμηνευτικά ζητήματα. Καταρχήν φαίνεται να μένει εκτός πεδίου εφαρμογής η απλή κατοχή ενός προγράμματος που μπορεί να βρίσκεται αποθηκευμένο (ούτε καν εγκατεστημένο) στο σκληρό δίσκο ενώ μπορεί να έχει αποκτηθεί πειρατικά μέσα από ένα δίκτυο p2p. Περαιτέρω, αν το εν λόγω πρόγραμμα προσφέρεται συγχρόνως σε δεκάδες συνδεδεμένους χρήστες με τη χρήση torrent, όπως περιγράψαμε πιο πάνω, αν και θα εμπίπτει στην «κατ’ άλλον τρόπο διανομή στο κοινό», ο δότης του αρχείου θα θεωρηθεί ότι διαθέτει μόνο ένα παράνομο αντίτυπο του προγράμματος. Σε περίπτωση δε που είναι και νόμιμος κάτοχος του προγράμματος, το οποίο προσφέρει, πολύ δύσκολα μπορεί να του επιβληθεί πρόστιμο. Πιο ουσιαστική αποδεικνύεται η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 65Α που αφορά τους πλανόδιους πωλητές πειρατικών αντιγράφων. Αν και η περίπτωσή τους δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της πειρατείας σε αμιγώς ψηφιακό περιβάλλον, είναι προφανές ότι αρχικά αντλούν το υλικό τους από τις προσφερόμενες ψηφιακές πηγές. Σημαντική παράλειψη εδώ, αποτελεί, βέβαια, η αποκλειστική αναφορά σε «υλικούς φορείς ήχου», δηλαδή CDs και όχι σε DVDs, θέτοντας εκτός της παρούσας ρύθμισης το μεγάλο πλέον πρόβλημα της πειρατείας κινηματογραφικών ταινιών.

Αντί επιλογής

Μια επιφανειακή, έστω, ενασχόληση με τα ζητήματα της πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως εμφανίζονται στο διαδικτυακό περιβάλλον, αρκεί για να οδηγήσει αβίαστα σε ένα επιτακτικό δίλημμα ανάμεσα στην ηρωοποιημένη πειρατεία και τα νόμιμα δικαιώματα των μεγάλων εταιριών. Προσεγγίζοντας το θέμα με την ιδιότητα του νομικού, η επιλογή είναι μάλλον μονόδρομος υπέρ του νόμου. Ωστόσο, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως η «λευκή» πειρατεία του διαδικτύου δεν προκαλεί ιδιαίτερα το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Ίσως επειδή όλοι γνωρίζουν κάποιο «δικτυοπειρατή» που περιέργως στερείται εγκληματικού προφίλ ή επειδή καθένας, λίγο έως πολύ, έχει στη διάθεσή του ψηφιακό υλικό αμφισβητούμενης νομιμότητας. Από την άλλη πλευρά, τίθεται ένα ζήτημα ηθικής, πέρα από τις νομοθετικές ρυθμίσεις, όσον αφορά την ανταμοιβή του δημιουργού για το έργο που μας προσφέρει. Βέβαια, δύσκολα συγκινούν οι συχνές διαμαρτυρίες των καλλιτεχνών που εισπράττουν σε μία εμφάνιση τους, τις ετήσιες απολαβές ενός ανειδίκευτου εργάτη, αλλά δεν μπορούμε να ακυρώνουμε τη συνολική προσφορά όλων των δημιουργών εξαιτίας ορισμένων ακριβοπληρωμένων ερμηνευτών. Πολύ περισσότερο, δεν είναι δυνατόν να αξιώνουμε την ανάπτυξη ποιοτικής πνευματικής δημιουργίας μόνο στο πλαίσιο του εθελοντισμού.

Η απάντηση στο αρχικό δίλημμα φαίνεται τώρα ακόμη πιο δύσκολη και ίσως απέχει αρκετά από τις προσφερόμενες επιλογές. Σε κάθε περίπτωση, μέχρι την εξεύρεση μιας μέσης ρεαλιστικής λύσης, η επιλογή ανήκει στον καθένα.

ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS:

Ν. 2121/1993 (ΦΕΚ Α΄ 25) (χωρίς την πρόσφατη τροποποίηση):

http://www.aepi.gr/upload/laws/laws8.pdf

Ν. 3524/2007 (ΦΕΚ Α΄ 15) (πρόσφατη τροποποίηση του Ν. 2121/1993):

http://www.foebus.gr/downloads/nomos35242007.pdf

Οδηγία 2001/29/ΕΚ:

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/site/el/oj/
2001/l_167/l_16720010622el00100019. pdf

Οδηγία 2001/84/ΕΚ:

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/site/el/oj/
2001/l_272/l_27220011013el00320036. pdf

Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας:

http://www.opi.gr

Παγκόσμιος Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας:

http://www.wipo.int

WIPO Copyright Treaty:

http://www.wipo.int/export/sites/www/treaties/en/
ip/wct/pdf/trtdocs_wo033.pdf

Απλός Οδηγός περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας (αγγλικά):

http://www.wipo.int/freepublications/en/intproperty/
895/wipo_pub_895.pdf

Υπ. Πολιτισμού – Παγκόσμια Ημέρα Διανοητικής Ιδιοκτησίας:

http://www.yppo.gr/2/g22.jsp?obj_id=7570

Βλ. επίσης:

http://www.riaa.com

http://www.mpaa.org

http://www.ifpi.org και http://www.ifpi.gr