Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΕΕ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΙΚΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ

Με τρεις πρόσφατες αποφάσεις του, οι οποίες αφορούν εν γένει τον κλάδο της παροχής ψηφιακών υπηρεσιών, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό, αφενός, το ανταγωνιστικό καθεστώς στον τομέα της συνδρομητικής τηλεόρασης και, αφετέρου, την προσπάθεια ελέγχου και φιλτραρίσματος της χρήσης του διαδικτύου.

Η πρώτη απόφαση, της 4ης Οκτωβρίου 2011, στις υποθέσεις C-403/08 και C-429/08, Football Association Premier League κ.λπ. κατά QC Leisure κ.λπ. και Karen Murphy κατά Media Protection Services Ltd., απαντά σε σχετικά προδικαστικά ερωτήματα βρετανικών δικαστηρίων με κύριο αντικείμενο την εδαφική αποκλειστικότητα των δικαιωμάτων απευθείας τηλεοπτικής μεταδόσεως των αγώνων της Premier League, της πρώτης κατηγορίας του επαγγελματικού πρωταθλήματος των αγγλικών ποδοσφαιρικών συλλόγων. Πιο συγκεκριμένα, η Football Association Premier League (FAPL) εμπορεύεται τα σχετικά δικαιώματα παρέχοντας σε ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς αποκλειστικό δικαίωμα απευθείας μεταδόσεως των αγώνων της Premier League για συγκεκριμένη περιοχή. Η περιοχή αυτή αντιστοιχεί συνήθως σε ένα και μόνον κράτος μέλος και οι τηλεθεατές μπορούν να παρακολουθούν μόνον τους αγώνες που μεταδίδουν οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί του κράτους μέλους της κατοικίας τους. Προκειμένου να προστατευθεί αυτή η εδαφική αποκλειστικότητα κάθε ραδιοτηλεοπτικός σταθμός οφείλει να κρυπτοθετεί το δορυφορικό του σήμα και να μεταδίδει το κωδικοποιημένο σήμα αποκλειστικώς σε συνδρομητές που κατοικούν στην περιοχή την οποία καλύπτει η άδεια του. Η σχετική σύμβαση παραχωρήσεως αδείας απαγορεύει δηλαδή στους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς να διανέμουν κάρτες αποκωδικοποιητή σε πρόσωπα που επιθυμούν να παρακολουθούν τις εκπομπές τους εκτός του κράτους μέλους για το οποίο παραχωρείται η σχετική άδεια. Τα βρετανικά δικαστήρια κλήθηκαν να αποφανθούν επί υποθέσεων που αφορούν την απόπειρα καταστρατηγήσεως αυτής της αποκλειστικότητας από ορισμένα καφέ και εστιατόρια στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι επιχειρήσεις αυτές χρησιμοποιούσαν κάρτες αποκωδικοποιήσεως ελληνικού συνδρομητικού τηλεοπτικού σταθμού, οι οποίες προορίζονταν για τους συνδρομητές στην Ελλάδα. Με τον τρόπο αυτό αποκτούσαν πρόσβαση στους αγώνες της Premier League σε χαμηλότερες τιμές. Εναντίον των ιδιοκτητών αυτών των επιχειρήσεων κινήθηκε δικαστικά η FAPL.

Το ΔΕΕ διαπίστωσε, σχετικώς, ότι μια εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει την εισαγωγή, την πώληση και τη χρήση καρτών αποκωδικοποιήσεως αλλοδαπής προελεύσεως αντιβαίνει στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από τον σκοπό της προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ούτε από τον σκοπό της ενθαρρύνσεως της προσελεύσεως του κοινού στα γήπεδα ποδοσφαίρου. Ειδικότερα, επισήμανε ότι η FAPL δεν δύναται να προβάλει δικαίωμα του δημιουργού επί των αγώνων της Premier League, δεδομένου ότι οι αθλητικές αυτές αναμετρήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν προϊόν της προσωπικής πνευματικής εργασίας κάποιου δημιουργού. Κατά το ΔΕΕ, ένα σύστημα αποκλειστικών αδειών είναι επίσης αντίθετο προς το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης, εφόσον οι σχετικές συμβάσεις απαγορεύουν την παροχή καρτών αποκωδικοποιήσεως αλλοδαπής προελεύσεως σε τηλεθεατές οι οποίοι επιθυμούν να παρακολουθούν τις εκπομπές εκτός του κράτους μέλους για το οποίο παραχωρείται η άδεια. Δεν είναι δυνατόν όμως οι συμβάσεις παραχωρήσεως αδείας να απαγορεύουν στους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς τη διασυνοριακή παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας σχετικής με τους επίμαχους ποδοσφαιρικούς αγώνες, διότι τέτοια σύμβαση θα είχε ως συνέπεια την εξάλειψη κάθε ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων ραδιοτηλεοπτικών σταθμών στον τομέα των οικείων υπηρεσιών και τη στεγανοποίηση των εθνικών αγορών κατ’ αντιστοιχία προς τα εθνικά σύνορα.

Συνεπώς, η ανωτέρω απόφαση καλλιεργεί, μεταξύ άλλων, το έδαφος για την πλήρη απελευθέρωση της παροχής υπηρεσιών συνδρομητικής τηλεόρασης αναγνωρίζοντας ένα ενιαίο ανταγωνιστικό περιβάλλον για όλους τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με τη δεύτερη απόφασή του, της 25ης Οκτωβρίου 2011, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-509/09 και C-161/10, eDate Advertising GmbH κατά X και Olivier Martinez και Robert Martinez κατά MGN Limited, το ΔΕΕ ασχολείται με τα προδικαστικά ερωτήματα γερμανικού και γαλλικού δικαστηρίου τα οποία αφορούν υποθέσεις προσβολής της προσωπικότητας μέσω διαδικτυακών δημοσιευμάτων. Με την αφορμή αυτή, το ΔΕΕ τόνισε κατ’ αρχάς ότι η δημοσίευση πληροφοριών μέσω ιστοσελίδας του διαδικτύου διαφέρει από τη μετάδοση που πραγματοποιείται με έντυπο μέσο επικοινωνίας και η οποία προσλαμβάνει αναγκαστικά εδαφική διάσταση, κατά το μέτρο που, στην πρώτη περίπτωση, οι πληροφορίες αυτές είναι προσβάσιμες ανά πάσα στιγμή σε απροσδιόριστο αριθμό χρηστών του διαδικτύου από οποιοδήποτε σημείο του κόσμου. Έτσι, αφενός, η καθολική διάδοση ενδέχεται να συνεπάγεται σοβαρότερες προσβολές του δικαιώματος της προσωπικότητας και, αφετέρου, καθιστά εξαιρετικά δυσχερή τον εντοπισμό του τόπου επέλευσης της ζημίας που προκαλούν οι εν λόγω προσβολές. Υπό τις περιστάσεις αυτές, –δεδομένου ότι η επίδραση ενός δημοσιεύματος του διαδικτύου μπορεί να εκτιμηθεί καλύτερα από το δικαστήριο του τόπου όπου το φερόμενο θύμα έχει το κέντρο των συμφερόντων του–, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι το δικαστήριο αυτό είναι αρμόδιο να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση για το σύνολο της ζημίας που προκλήθηκε στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι ο τόπος όπου ένα πρόσωπο έχει το κέντρο των συμφερόντων του συμπίπτει, κατά γενικό κανόνα, με τον τόπο της συνήθους διαμονής του.

Ωστόσο, το ΔΕΕ υπογράμμισε ότι, αντί της αγωγής για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για το σύνολο της προκληθείσας βλάβης, ο παθών μπορεί να προσφύγει στα δικαστήρια κάθε κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου υπάρχει ή υπήρξε πρόσβαση στο επίμαχο δημοσίευμα που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο. Στην περίπτωση αυτή, ακριβώς όπως ισχύει και για τις ζημίες που προκαλεί έντυπο δημοσίευμα, τα εν λόγω δικαστήρια είναι αρμόδια να επιδικάσουν χρηματική ικανοποίηση αποκλειστικά και μόνον για τη βλάβη που επήλθε στο έδαφος του κράτους μέλους όπου έχουν την έδρα τους. Τέλος, το θιγόμενο πρόσωπο έχει και την ευχέρεια να ασκήσει αγωγή με αίτημα την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης για το σύνολο της προκληθείσας ζημίας ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους εγκαταστάσεως του φορέα που δημοσίευσε τις πληροφορίες στο Διαδίκτυο.

Η τρίτη απόφαση, της 24ης Νοεμβρίου 2011, στην υπόθεση C-70/10, Scarlet κατά SABAM, έχει ως αντικείμενο προδικαστικό ερώτημα βελγικού δικαστηρίου το οποίο κρίνει διαφορά μεταξύ φορέα παροχής υπηρεσιών προσβάσεως στο διαδίκτυο (Scarlet) και εταιρίας διαχειρίσεως πνευματικών δικαιωμάτων (SABAM). Συγκεκριμένα, η SABAM διαπίστωσε το 2004 ότι όσοι χρήστες του διαδικτύου ήταν συνδρομητές των υπηρεσιών της Scarlet «κατέβαζαν» στο διαδίκτυο, χωρίς άδεια και χωρίς να καταβάλουν το σχετικό αντίτιμο, έργα περιλαμβανόμενα στον κατάλογό της, μέσω δικτύου ανταλλαγής αρχείων (peer-to-peer). Μετά από αίτηση της SABAM, βελγικό πρωτοδικείο υποχρέωσε, επί ορισμένη χρηματική ποινή, τη Scarlet, ως φορέα παροχής προσβάσεως στο διαδίκτυο, να άρει τις προσβολές των πνευματικών δικαιωμάτων και να καταστήσει αδύνατη κάθε μορφή αποστολής ή παραλαβής εκ μέρους των πελατών της, με χρήση προγραμμάτων «peer-to-peer», ηλεκτρονικών αρχείων που περιλαμβάνουν μουσικό έργο από τον κατάλογο της SABAM. Η Scarlet άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής και το εφετείο του Βελγίου υπέβαλε σχετικό ερώτημα στο ΔΕΕ όσον αφορά την επιβολή χρήσης φίλτρου από τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους για τις επικοινωνίες μέσω διαδικτύου προκειμένου να εντοπισθούν πράξεις παράνομης τηλεφορτώσεως αρχείων.

Το ΔΕΕ επισήμανε ότι κατά την οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο οι εθνικές αρχές δεν πρέπει να λαμβάνουν μέτρα δυνάμει των οποίων ο φορέας παροχής προσβάσεως στο διαδίκτυο θα υποχρεωνόταν σε γενική επιτήρηση των πληροφοριών που διακινούνται μέσω του δικτύου του. Διαπίστωσε επίσης ότι η εκδοθείσα διαταγή υποχρεώνει τη Scarlet σε ενεργό επιτήρηση του συνόλου των δεδομένων που αφορούν όλους τους πελάτες της προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενη προσβολή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Επομένως, η εν λόγω διαταγή επιβάλλει υποχρέωση γενικής επιτηρήσεως η οποία δεν είναι συμβατή με την οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο. Επιπλέον, η διαταγή αυτή συνιστά κατάφωρη παραβίαση της επιχειρηματικής ελευθερίας της Scarlet καθόσον την υποχρεώνει να θέσει σε λειτουργία ένα σύστημα πληροφορικής που είναι περίπλοκο, δαπανηρό και θα λειτουργεί σε μόνιμη βάση με δικά της αποκλειστικώς έξοδα. Άλλωστε, η σχετική διαταγή δεν θα έχει συνέπειες μόνο για τη Scarlet, αφού το σύστημα χρήσεως φίλτρου ενδέχεται να θίγει επίσης τα θεμελιώδη δικαιώματα των πελατών της και, ειδικότερα, το δικαίωμά τους στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και την ελευθερία τους να λαμβάνουν και να μεταδίδουν πληροφορίες, δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφετέρου, η εκδοθείσα διαταγή θίγει ενδεχομένως την ελευθερία πληροφορήσεως, καθόσον στο πλαίσιο του επίμαχου συστήματος ενδέχεται να μην μπορεί να γίνεται επαρκής διάκριση μεταξύ παράνομου και νόμιμου περιεχομένου, με συνέπεια η λειτουργία του συστήματος να καταλήγει στον αποκλεισμό επικοινωνιών με νόμιμο περιεχόμενο.

Συνεπώς, το ΔΕΕ έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης είναι αντίθετο προς την επιβολή υποχρεώσεως σε φορέα παροχής προσβάσεως στο διαδίκτυο να θέσει σε λειτουργία σύστημα χρήσεως φίλτρου για το σύνολο των επικοινωνιών μέσω διαδικτύου, οι οποίες πραγματοποιούνται με χρήση των υπηρεσιών του, όσον αφορά το σύνολο αδιακρίτως της πελατείας του, για προληπτική χρήση, με δικά του αποκλειστικώς έξοδα και για απεριόριστο χρονικό διάστημα.

ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS:

Απόφαση στις υποθέσεις C-403/08 και C-429/08:

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62008CJ0403:EL:HTML

Απόφαση στην υπόθεση C-70/10:

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62010CJ0070:EL:HTML

Απόφαση στις υποθέσεις C-509/09 και C-161/10:

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62009CJ0509:EL:HTML