Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

Αρνητική γνωμοδότηση του ΔΕΕ για τη Συμφωνία ΕΕ-Καναδά περί ανταλλαγής δεδομένων επιβατών


Στις 26 Ιουλίου 2017, δημοσιεύθηκε η γνωμοδότηση C-1/15 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τη Συμφωνία μεταξύ της Ένωσης και του Καναδά που αφορά τη διαβίβαση δεδομένων που προέρχονται από καταστάσεις με ονόματα επιβατών (PNR-Passenger Name Records-μητρώα ονομάτων επιβατών). Η γνωμοδότηση είναι αρνητική, καθόσον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη Συμφωνία δεν μπορεί να συναφθεί ως έχει, διότι πολλές διατάξεις της δεν πληρούν τις απαιτήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης.
Πιο συγκεκριμένα, το 2014, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Καναδάς υπέγραψαν, κατόπιν διαπραγματεύσεων, Συμφωνία σχετικά με τη διαβίβαση και την επεξεργασία των δεδομένων που προέρχονται από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (συμφωνία PNR). Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να την εγκρίνει και αυτό, ακολούθως, αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση γνωμοδοτήσεως όσον αφορά το αν η σχεδιαζόμενη συμφωνία ήταν σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα δε με τις διατάξεις περί σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επισημαίνεται ότι για πρώτη φορά κλήθηκε το Δικαστήριο να αποφανθεί αν σχέδιο διεθνούς συμφωνίας είναι συμβατό με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, όπως επισημάνθηκε ήδη, το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ήταν αρνητικό.
Ειδικότερα, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία επιτρέπει τη συστηματική και διαρκή διαβίβαση προς την καναδική αρχή των δεδομένων PNR όλων των επιβατών πτήσεων, με σκοπό τη χρήση και διατήρησή τους, καθώς και την ενδεχόμενη μεταγενέστερη διαβίβασή τους σε άλλες αρχές και σε άλλες τρίτες χώρες για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος. Προς τούτο, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία προβλέπει, μεταξύ άλλων, την αποθήκευση των δεδομένων για χρονικό διάστημα πέντε ετών, καθώς και σειρά απαιτήσεων σχετικά με την ασφάλεια και ακεραιότητα των δεδομένων PNR. Εξεταζόμενα στο σύνολό τους, τα δεδομένα PNR μπορούν, μεταξύ άλλων, να αποκαλύψουν ένα πλήρες ταξιδιωτικό δρομολόγιο, ταξιδιωτικές συνήθειες, σχέσεις μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων και πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση των επιβατών πτήσεων, τις διατροφικές συνήθειές τους ή την υγεία τους, ενδεχομένως δε και ευαίσθητα δεδομένα για τους επιβάτες αυτούς. Επιπλέον, τα διαβιβαζόμενα δεδομένα PNR προορίζονται να υποβληθούν σε συστηματική ανάλυση, πριν από την άφιξη των επιβατών στον Καναδά, με αυτοματοποιημένα μέσα, στηριζόμενα σε προκαθορισμένα πρότυπα και κριτήρια. Οι αναλύσεις αυτές ενδέχεται να αποκαλύψουν επιπλέον στοιχεία όσον αφορά την ιδιωτική ζωή των επιβατών. Τέλος, καθόσον το χρονικό διάστημα διατηρήσεως των δεδομένων PNR δύναται να ανέλθει έως τα πέντε έτη, η συμφωνία αυτή καθιστά δυνατή την κατοχή πληροφοριών για την ιδιωτική ζωή των επιβατών για ιδιαιτέρως μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το Δικαστήριο επισημαίνει, λοιπόν, ότι τόσο η διαβίβαση των δεδομένων PNR από την Ένωση στον Καναδά όσο και οι κανόνες της σχεδιαζόμενης συμφωνίας όσον αφορά τη διατήρηση των δεδομένων, τη χρήση τους και την ενδεχόμενη μεταγενέστερη διαβίβασή τους σε καναδικές, ευρωπαϊκές ή αλλοδαπές δημόσιες αρχές συνεπάγονται επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής . Επίσης , η σχεδιαζόμενη συμφωνία συνεπάγεται επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κατά το Δικαστήριο, οι επεμβάσεις αυτές μπορούν να δικαιολογηθούν από την επιδίωξη σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας στο πλαίσιο της καταπολεμήσεως των τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων και των σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος, και η διαβίβαση δεδομένων PNR στον Καναδά και η συνακόλουθη επεξεργασία τους είναι πρόσφορες να διασφαλίσουν την επίτευξη του σκοπού αυτού. Όσον αφορά όμως τον αναγκαίο χαρακτήρα των επεμβάσεων, το Δικαστήριο τονίζει ότι πολλές διατάξεις της συμφωνίας δεν περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο και δεν προβλέπουν σαφείς και ακριβείς κανόνες.
Επομένως, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η συμφωνία πρέπει να τροποποιηθεί προκειμένου να καθορίζει με πληρέστερο και ακριβέστερο τρόπο τις επεμβάσεις στα δικαιώματα. Μεταξύ άλλων, επισημαίνει ότι η συμφωνία επιβάλλεται να καθορίζει με πιο σαφή και ακριβή τρόπο ορισμένα από τα δεδομένα PNR που πρόκειται να διαβιβάζονται και πρέπει να προβλέπει ότι τα πρότυπα και κριτήρια που θα χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων PNR θα είναι ειδικά και αξιόπιστα και ότι δεν θα ενέχουν διακρίσεις.

Σχετικά links:
Πλήρες κείμενο της γνωμοδότησης:
http://curia.europa.eu/juris/documents.jsf?num=C-1/15