Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

IPRED 2: ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΕΑΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ

Εισαγωγικά

Την τελευταία πενταετία εκδηλώνεται στον ευρωπαϊκό, κυρίως, χώρο ένα δυναμικό κίνημα αμφισβήτησης των πνευματικών δικαιωμάτων αλλά και της «πνευματικής ιδιοκτησίας» ως έννοιας. Με αφορμή την προσπάθεια νομοθετικής κατοχύρωσης των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας λογισμικού σε κοινοτικό επίπεδο, εντός του 2004, οι σχετικές ακτιβιστικές οργανώσεις απέκτησαν πρωτοφανή συσπείρωση πετυχαίνοντας, τελικά, την ματαίωση της Οδηγίας «περί πατεντών λογισμικού» (όπως μνημονεύεται πια, βλ. αναλυτικά e-πίκαιρα, ΕΕΕυρΔ 4:2004). Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, όμως, υιοθετήθηκε, παρά τις όποιες αντιδράσεις, η πρώτη κοινοτική Οδηγία για την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας εν γένει, γνωστότερη με την συντομογραφική ονομασία «IPRED» (Intellectual PRoperty Enforcement Directive). Με την Οδηγία 2004/48/ΕΚ αναγνωριζόταν, λοιπόν, αναμενόμενα, η προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων με μέτρα πολιτικού και διοικητικού χαρακτήρα. Πριν προλάβουν, ωστόσο, να κοπάσουν οι αντίθετες φωνές και σχεδόν πριν την ενσωμάτωση των σχετικών κοινοτικών διατάξεων στο εθνικό δίκαιο των κρατών-μελών, η Επιτροπή επανήλθε με νέα πρόταση Οδηγίας «σχετικά με τη θέσπιση ποινικών μέτρων για την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας», μόλις στις 25 Απριλίου 2007. Με την κωδική ονομασία «IPRED 2» ως στόχο, οι αντιδράσεις πλέον πέρασαν από τους ακτιβιστές σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, ερευνητικά Ινστιτούτα, οργανώσεις βιβλιοθηκών, ενώσεις καταναλωτών κλπ., καθώς η νέα πρόταση της Επιτροπής καθιστά προφανή την αποφασιστική στόχευση της κοινοτικής πολιτικής προς επιλογές υπέρ της αναγνώρισης και αυξημένης προστασίας των δικαιωμάτων που απορρέουν από την διανοητική δημιουργία.

Νομοτεχνικά

Πριν εξετάσουμε το περιεχόμενο της πρότασης, αξίζει να αναφερθούμε στη νομοτεχνική της υπόσταση που εγείρει επίσης αρκετή κριτική. Το εμφανές πρόβλημα εστιάζεται στην επιδίωξη εναρμόνισης ποινικών διατάξεων των κρατών-μελών με τη χρήση ενός νομικού εργαλείου πέραν του καλούμενου «τρίτου πυλώνα» και της κοινής πολιτικής στο χώρο της ασφάλειας και της δικαιοσύνης. Πρέπει να ειπωθεί μάλιστα ότι η αρχική πρόβλεψη αφορούσε πρόταση Απόφασης-Πλαισίου, που μετατράπηκε τελικά σε πρόταση Οδηγίας, με αιτιολογικό κριτήριο την απόφαση του Δ.Ε.Κ. της 13.9.2005 (C-176/03 Επιτροπή κατά Συμβουλίου). Με την πρόσφατη αυτή απόφαση, που αφορούσε τη δυνατότητα εναρμόνισης ποινικών διατάξεων αναφορικά με την προστασία του περιβάλλοντος, το Δικαστήριο έκρινε ότι «κάθε ποινική εναρμόνιση εμπίπτει στην κοινοτική αρμοδιότητα όταν κρίνεται αναγκαία για την αποτελεσματική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου». Το ίδιο σκεπτικό ενσωματώνεται και στην αιτιολογική έκθεση της προτεινόμενης Οδηγίας, όπου συμπληρωματικά αναφέρονται, μεταξύ άλλων, η συμβολή του Διαδικτύου στη διανομή των πειρατικών προϊόντων, η οικονομική αντίστιξη πειρατείας-εμπορίου ναρκωτικών και η διαπίστωση ότι τα υψηλά δυνητικά κέρδη εξασφαλίζονται χωρίς κίνδυνο σημαντικών νομικών κυρώσεων. Εντούτοις, η πρωτοβουλία αυτή εκλήφθηκε ως ανεπίτρεπτη προσπάθεια επέμβασης στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών-μελών προκαλώντας πολύπλευρη αποδοκιμασία. Ενδεικτικές είναι οι αντιδράσεις τόσο του Ολλανδικού Κοινοβουλίου, όσο και του Ινστιτούτου Max Planck, που αμφισβητούν την αναγκαιότητα της επιδιωκόμενης ποινικής εναρμόνισης για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και επιμένουν στην διαφορετική αντιμετώπιση της πειρατείας από την προστασία του περιβάλλοντος, την οποία αφορά η απόφαση του Δ.Ε.Κ..

Ερμηνευτικά

Πέρα από το ζήτημα της κοινοτικής αρμοδιότητας, που καλλιεργεί ήδη ενδιαφέρουσα επιστημονική συζήτηση μεταξύ των θεωρητικών του ευρωπαϊκού δικαίου, δριμεία κριτική συγκεντρώνει το περιεχόμενο της πρότασης αυτό καθαυτό. Καταρχήν, το κείμενο που δόθηκε για «πρώτη ανάγνωση» περιείχε προβλέψεις ποινικοποίησης και για παραβίαση πατεντών λογισμικού, γεγονός που κινητοποίησε σύσσωμη την ψηφιακή κοινότητα, με αποτέλεσμα να ζητηθεί η εξαίρεση των επίμαχων διατάξεων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ειδική πρόβλεψη θέλησαν, επίσης, οι ευρωβουλευτές ώστε η αναπαραγωγή προστατευόμενου έργου για δημοσιογραφικούς λόγους (κριτική, σχολιασμός, μετάδοση ειδήσεων) να μη συνιστά ποινικό αδίκημα. Το ίδιο ζητήθηκε και για τις περιπτώσεις πειρατείας που προορίζεται για προσωπική, μη κερδοσκοπική χρήση. Κατά τα λοιπά η πρόταση ψηφίστηκε ως είχε με 374 ψήφους υπέρ έναντι 278 κατά, περιμένοντας πια την έγκριση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Ακόμα και μετά την σχετική αποσαφήνιση της πρότασης με τις παρεμβάσεις του Κοινοβουλίου, το κείμενο διατηρεί αμφιλεγόμενα σημεία που συντηρούν τις κριτικές αντιδράσεις. Το κομβικό άρθρο 3 της υπό έγκριση Οδηγίας χαρακτηρίζει ως «ποινικό αδίκημα κάθε εκ προθέσεως προσβολή δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας που διαπράττεται σε εμπορική κλίμακα, καθώς και την απόπειρα προσβολής, τη συνέργεια και την ηθική αυτουργία σε τέτοια παράβαση». Η παραπάνω διατύπωση θεωρείται ιδιαίτερα ασαφής όσον αφορά τον όρο «εμπορική κλίμακα» και εκφράζονται, όχι αδικαιολόγητα, φόβοι ότι με την θαμπή φρασεολογία επιχειρείται η ένταξη στο αξιόποινο και των ιδιωτών που, χωρίς κερδοσκοπικές βλέψεις, απλά θίγουν τα εμπορικά συμφέροντα της κινηματογραφικής και μουσικής βιομηχανίας. Περαιτέρω, προβληματίζει ιδιαίτερα η διεύρυνση του αξιοποίνου στην απόπειρα ενώ πίσω από τους δυνητικούς συνεργούς και τους ηθικούς αυτουργούς εύκολα μπορεί να ιδωθεί η στοχοποίηση των παροχέων φιλοξενίας διαδικτυακού περιεχομένου ή και των προγραμματιστών που αναπτύσσουν λογισμικό ανταλλαγής αρχείων. Με τον τρόπο αυτό ναρκοθετείται σίγουρα ο ψηφιακός κόσμος όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, αφού οι πιο δημοφιλείς ιστοτόποι (ενδεικτικό παράδειγμα το YouTube) αλλά και πλατφόρμες φιλοξενίας των πολύ διαδεδομένων μπλογκς θα κληθούν να αναλάβουν τις ευθύνες τους.

Οι επικριτές της πρότασης σπεύδουν να συνδυάσουν με την ανωτέρω προβληματική την πρόβλεψη των κυρώσεων μιλώντας για εξοντωτικές ποινές. Εντούτοις, στο σημείο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί πως δεν προτείνονται ελάχιστες ή μέγιστες ποινές (στο επίμαχο τμήμα η ελληνική μετάφραση είναι εσφαλμένη), αλλά τίθενται ελάχιστες τιμές στα ανώτατα όρια των ποινών. Πιο απλά, στην Ελλάδα το ανώτατο όριο φυλάκισης είναι ήδη τα 5 έτη και σύμφωνα με το άρθρο 5 της πρότασης, αυτό το όριο-«οροφή» δεν θα έπρεπε να είναι κάτω από 4 έτη. Από εκεί και πέρα καλείται ο εθνικός νομοθέτης να υιοθετήσει το τελικό πλαίσιο και ο εθνικός δικαστής να επιβάλει την ποινή ανάλογα με την βαρύτητα της πράξης μέσα στο πλαίσιο αυτό. Σίγουρα, όμως, έστω και η απλή απαρίθμηση των κυρώσεων που αφορούν μεγάλες χρηματικές ποινές, κλείσιμο επιχειρήσεων, δήμευση κλπ. αρκεί για να προκαλέσει την έντονη δυσφορία των ενδιαφερομένων που νοιώθουν για πρώτη φορά την προσωπική τους ελευθερία να απειλείται με κοινοτική πρωτοβουλία, η οποία παρακάμπτει την εθνική δικαιοδοσία.

Σε επίπεδο κίνησης της ποινικής διαδικασίας, απαιτείται με το προτεινόμενο άρθρο 8 η εξασφάλιση της αυτεπάγγελτης δίωξης. Με τον τρόπο αυτό, βέβαια, απαλλάσσονται οι φορείς διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων από τα έξοδα των ιδιωτικών ερευνών και της προάσπισης των συμφερόντων τους ενώ παράλληλα τους χορηγείται ρητά το δικαίωμα συμμετοχής σε κοινές ομάδες έρευνας (άρθρο 7) εφόσον το επιθυμούν. Κυρίως, όμως, αναιρείται η δυνατότητα συμβιβαστικών λύσεων που μέχρι σήμερα αποτελούσαν τον κανόνα στις υποθέσεις ψηφιακής πειρατείας.

Συμπερασματικά

Με την πρόταση της Οδηγίας IPRED 2, που οδεύει προς την τελική υιοθέτησή της, φαίνεται να ανοίγει καταρχήν ο δρόμος για τις άμεσες κοινοτικές επεμβάσεις στο ποινικό δίκαιο των κρατών-μελών. Ως προς τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται ένα βήμα πριν την πλήρη εξασφάλισή τους σε κοινοτικό επίπεδο. Αναμφισβήτητα, η εξέλιξη αυτή θωρακίζει μεν, νομικά, τα συμφέροντα των πνευματικών δημιουργών και των εκπροσώπων τους, αλλά διαταράσσει την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ ασφάλειας των δικαιωμάτων της μιας πλευράς και ελευθερίας -κυρίως ψηφιακής- των πολιτών/καταναλωτών. Το ίδιο αναπάντητο δίλημμα μας προβλημάτισε πρόσφατα στη στήλη μέσα από το αφιέρωμα στην ψηφιακή πειρατεία (e-πίκαιρα, ΕΕΕυρΔ 2:2007). Λίγους μήνες μετά, το μόνο που άλλαξε είναι η προφανής διαπίστωση ότι ο κοινοτικός νομοθέτης τάσσεται σαφέστερα στο πλευρό της ισχυρής ψυχαγωγικής βιομηχανίας. Ωστόσο, θα ήταν μάλλον αφελής η προσδοκία εξασφάλισης της νομοταγούς συμπεριφοράς των δικτυοπολιτών μέσω της αυστηροποίησης του νόμου. Στη σύγχρονη Κοινωνία της Πληροφορίας, ο σεβασμός προς τα δικαιώματα των δημιουργών οφείλει να κερδηθεί και όχι να απαιτείται. Όσο θα περιχαρακώνεται η ψηφιακή ελευθερία τόσο θα διογκώνεται το αντιδραστικό ρεύμα και θα εφευρίσκονται νέες διέξοδοι παραβίασης των πνευματικών δικαιωμάτων. Η αλλαγή τακτικής και η επένδυση στην εκπαίδευση του πολίτη-καταναλωτή-χρήστη επιβάλλεται προκειμένου οι «κουρσάροι» του διαδικτύου και οι δημιουργοί να συνυπάρχουν αλληλεπιδρώντας άμεσα, χωρίς διαμεσολαβητές και να συμπλέουν παραγωγικά στην «κυβερνοθάλασσα».

ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS:

Το κείμενο της προτεινόμενης Οδηγίας:

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2006:0168:
FIN:EL:PDF

Η νομοθετική πορεία της πρότασης:

http://www.europarl.europa.eu/oeil/file.jsp?id=5263692

Ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου:

http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?language=EL&type=IM-
PRESS&reference=20070420IPR05539

Ψήφισμα του Ολλανδικού Κοινοβουλίου:

http://europapoort.eerstekamer.nl/9310000/1/j9tvgajcovz8izf_j9vvgbwoimqf9iv/
vg7slw5im1tl?key=vhc0fvdga1qw

Max Planck Institut:

http://www.ip.mpg.de/shared/data/pdf/
directive_of_the_european_parliament_and_of_the_council_on_criminal_measures_
aimed_at_ensuring_the_enforcement_of_intellectual_property_rights.pdf

Law Society of England and Wales:

http://www.lawsociety.org.uk/secure/file/157008/e:/teamsite-deployed/documents/
templatedata/Internet%20Documents/Non-government%20proposals/Documents/
ipcriminalsanctions
310806.pdf

Κριτική της πρότασης:

http://action.ffii.org/ipred2

http://www.copycrime.eu

http://www.digitalrights.gr/tiki/tiki-index.php?page=IPRED2

Βλ. επίσης:

http://www.unwatched.org/node/459

http://www.fipr.org/copyright/ipred2.html

http://www.gnu.org/philosophy/not-ipr.html

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2007

ΠΟΡΝΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

Με αφορμή την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 342 ΠΚ για την κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια μέσω διαδικτύου (που εξετάστηκε στο τεύχος 1:2006 της ΕΕΕυρΔ) θα προχωρήσουμε στην παρουσίαση του ευρύτερου προβλήματος της πορνογραφίας ανηλίκων στο διαδίκτυο, που έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Στη συνέχεια, λοιπόν θα περιγράψουμε τη φαινομενολογία αυτής της εγκληματικής δράσης και τους τρόπους με τους οποίους τυποποιείται η απαξία της σε διεθνή νομοθετικά κείμενα αλλά και στο εθνικό μας δίκαιο.

Στην προ-ψηφιακή και κυρίως προ-διαδικτυακή εποχή, η διακίνηση υλικού παιδικής πορνογραφίας αφορούσε, ως επί το πλείστον, έντυπα, φωτογραφίες και σπανιότερα βιντεοταινίες που κυκλοφορούσαν σε «κλειστές» ομάδες ατόμων και απαιτούσαν ένα «φυσικό χώρο» συναλλαγής-ανταλλαγής ή κάποια επίφοβη ταχυδρομική αποστολή. Σήμερα πια, το τοπίο έχει εξελιχθεί δραματικά καθώς οι «κλειστές» και περιορισμένες ομάδες του παρελθόντος δικτυώθηκαν και απέκτησαν on-line επικοινωνία, ικανοποιώντας τις «ορέξεις» τους με πολύ μεγαλύτερη ευκολία. Ο κυβερνοχώρος αποτέλεσε το ιδανικότερο πεδίο άνθησης του παιδοφιλικού πάθους προσφέροντας άμεση, ανέξοδη και ανώνυμη επικοινωνία και κατ’ επέκταση άφοβη και ταχύτατη διακίνηση ψηφιακού, πλέον, υλικού κάθε είδους: κειμένου, ήχου, εικόνας και βίντεο. Η αρχική, όμως, διευκόλυνση της επαφής μεταξύ «ομοιοπαθών» πολύ γρήγορα παραχώρησε τη θέση της σε μια ολόκληρη βιομηχανία παραγωγής και διανομής υλικού παιδικής πορνογραφίας με σκοπό το κέρδος. Μέσω ειδικών ιστοσελίδων που απευθύνονται σε μόνιμους συνδρομητές, οι οποίοι πληρώνουν έως και 100 ευρώ μηνιαίως με χρήση πιστωτικής κάρτας, διατίθενται σε εβδομαδιαία βάση περίπου 20.000 νέες φωτογραφίες. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, ο αριθμός τέτοιων ιστοτόπων αυξάνει διαρκώς, εφόσον υπάρχει και η ανάλογη ζήτηση, έχοντας ξεπεράσει τους 100.000. Ο δε ετήσιος τζίρος από τη σχετική δραστηριότητα ανέρχεται σε 1 δισεκατομμύριο ευρώ.

Πέρα από το οικονομικό στοιχείο, στο οποίο θα επανέλθουμε στη συνέχεια, το φαινόμενο παρουσιάζει προεκτάσεις που πρέπει να φωτισθούν ώστε να γίνει κατανοητή και η ανάγκη συνολικότερης αντιμετώπισης. Καταρχήν, η διακίνηση πορνογραφικών προϊόντων με ανήλικους δεν μπορεί να εξεταστεί αποκομμένα από τους μηχανισμούς παραγωγής τους. Η αύξηση της ζήτησης και της διανομής τέτοιου υλικού σημαίνει αυτόματα αύξηση των παιδιών που υφίστανται καθημερινά σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση. Επιπλέον, το διαδίκτυο προσφέρει διαρκώς νέες, προχωρημένες δυνατότητες ικανοποίησης των παιδοφίλων, όπως π.χ. η τηλε-κακοποίηση ανηλίκων σε πραγματικό χρόνο, διογκώνοντας ακόμη περισσότερο το πρόβλημα. Η προσέγγιση των παιδιών που επιδιωκόταν παλαιότερα στο σχολικό περιβάλλον, σε πάρκα κλπ. και κινούσε υποψίες, πραγματώνεται πλέον σε εικονικά δωμάτια συζήτησης (chat rooms), όπου οι προσπάθειες αλίευσης ανήλικων-θυμάτων είναι πολύ συχνές. Ο ανοιχτός χαρακτήρας του κυβερνοχώρου σε συνδυασμό με την ελλιπή κουλτούρα διαδικτυακής ασφάλειας καθιστά, περαιτέρω, πιο εύκολη και συχνή την ακούσια θέαση υλικού παιδικής πορνογραφίας από ανήλικους, γεγονός που μπορεί να τραυματίσει το ρυθμό της σεξουαλικής τους ωρίμανσης.

Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, τίθεται και ένα θέμα ορισμού της παιδικής πορνογραφίας, ούτως ώστε να μην οδηγούμαστε σε ακρότητες προς οποιαδήποτε πλευρά, είτε της αυστηρότητας είτε της ανεκτικότητας. Ας δούμε ενδεικτικά πως ορίζει το ζήτημα ο διεθνής και ο ευρωπαίος νομοθέτης:

  • Σύμφωνα με το Πρόσθετο Πρωτόκολλο, της 25ης Μαΐου 2000, στη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού (20 Νοεμβρίου 1989), η παιδική πορνογραφία ορίζεται ως «οιαδήποτε αναπαράσταση, με οποιοδήποτε μέσον, παιδιού εμπλεκομένου σε πραγματικές ή εικονικές γενετήσιες δραστηριότητες ή κάθε απεικόνιση των γενετήσιων οργάνων παιδιού για πρωτευόντως σεξουαλικούς σκοπούς» (άρθρο 2 περ. γ΄).
  • Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για το Κυβερνοέγκλημα (Cybercrime Convention, Βουδαπέστη 23.11.2001) περιλαμβάνει υπό τον όρο «παιδική πορνογραφία» την «οπτική απεικόνιση α) ανηλίκου που εμπλέκεται σε σεξουαλικά σαφή συμπεριφορά, β) προσώπου που φαίνεται να είναι ανήλικο εμπλεκόμενο σε σεξουαλικά σαφή συμπεριφορά και γ) πραγματικές εικόνες που παρουσιάζουν ανήλικο εμπλεκόμενο σε σεξουαλικά σαφή συμπεριφορά».

Επιπλέον, στα σχετικά αδικήματα προβλέπονται η παραγωγή με σκοπό τη διανομή, η κατοχή, η προσφορά ή διάθεση και η διανομή ή διαβίβαση παιδικής πορνογραφίας μέσω συστήματος υπολογιστή (άρθρο 9).

  • Στην Απόφαση-Πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ της 22ας Δεκεμβρίου 2003 για την καταπολέμηση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης των παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας, ως παιδική πορνογραφία θεωρείται «το πορνογραφικό υλικό στο οποίο απεικονίζεται ή παριστάνεται:

i) πραγματικό παιδί που συμμετέχει ή επιδίδεται σε πράξη με σαφή σεξουαλικό χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της άσεμνης επίδειξης των γεννητικών οργάνων ή της ηβικής χώρας παιδιού, ή

ii) πραγματικό πρόσωπο που εμφανίζεται ως παιδί το οποίο συμμετέχει ή επιδίδεται στις αναφερόμενες στο σημείο (i) πράξεις, ή

iii) ρεαλιστικές εικόνες μη πραγματικού παιδιού που συμμετέχει ή επιδίδεται στις αναφερόμενες στο σημείο i) πράξεις» (άρθρο 1β).

Σχετικά αδικήματα θεωρούνται η παραγωγή, διανομή, διάδοση ή μετάδοση, προσφορά ή με άλλο τρόπο διάθεση και η απόκτηση ή κατοχή παιδικής πορνογραφίας, είτε πραγματοποιούνται με τη βοήθεια ηλεκτρονικού συστήματος είτε όχι (άρθρο 3).

Θα μπορούσε να ειπωθεί πως οι ανωτέρω ορισμοί παρουσιάζουν μια συγγενή και εξελικτική πορεία. Τα δύο από τα κοινά στοιχεία που αξίζει να συγκρατήσουμε είναι η αντιμετώπιση των εικονικών αναπαραστάσεων (από μη ανήλικους) ως υλικό παιδικής πορνογραφίας και η αναγνώριση απαξίας στην απλή κατοχή παιδοφιλικού υλικού.

Μετά τα παραπάνω μπορούμε να εκτιμήσουμε με σφαιρικότερη λογική την ελληνική ρύθμιση περί πορνογραφίας ανηλίκων. Πρόκειται για το άρθρο 348Α ΠΚ, το οποίο προστέθηκε στον Ποινικό μας Κώδικα το 2002 με το νόμο 3064. Έως τότε, πρέπει να σημειωθεί πως οι σχετικές περιπτώσεις αντιμετωπίζονταν ως άσεμνα δημοσιεύματα με τη νομοθεσία περί Τύπου. Σήμερα, λοιπόν, ο Ποινικός Κώδικας τυποποιεί ως αξιόποινη την «από κερδοσκοπία» παρασκευή, κατοχή, προμήθεια, αγορά, μεταφορά, διακίνηση, διάθεση, πώληση ή με οποιονδήποτε τρόπο θέση σε κυκλοφορία πορνογραφικού υλικού. Η δεύτερη παράγραφος του 348Α ορίζει ως πορνογραφικό υλικό «κάθε περιγραφή ή πραγματική ή εικονική αποτύπωση, σε οποιονδήποτε υλικό φορέα, του σώματος ανηλίκου που αποσκοπεί στη γενετήσια διέγερση» καθώς και την «καταγραφή ή αποτύπωση, σε οποιονδήποτε υλικό φορέα, πραγματικής, προσποιητής ή εικονικής ασελγούς πράξης που ενεργείται για τον ίδιο σκοπό από ή με ανήλικο».

Είναι φανερό πως σε γενικές γραμμές ο έλληνας νομοθέτης συμφωνεί με τη διατύπωση του διεθνούς και ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου αλλά προσθέτει μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια που περιορίζει ασφυκτικά την εφαρμογή της διάταξης. Πιο συγκεκριμένα, το προαπαιτούμενο της «κερδοσκοπίας» αλλοιώνει την προστατευτική στόχευση της ρύθμισης, δημιουργώντας, βέβαια, το κατάλληλο έδαφος για την ανάπτυξη νομικών ερμηνειών, κυρίως, αναφορικά με το προστατευόμενο έννομο αγαθό. Κάποιες απόψεις στηρίζουν τη μεταχείριση της πράξης ως έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης ενώ άλλες προκρίνουν την ηθικοκοινωνική απαξία της αναζητώντας ισχυρότερες εγγυήσεις για τα έννομα αγαθά της ανηλικότητας και της δημόσιας τάξης. Από τη θέση αυτή, μπορεί να ειπωθεί, συνοπτικά, ότι σε κάθε έκφανση και προέκταση των πράξεων παιδικής πορνογραφίας, τελικός δέκτης της προσβολής είναι πάντα ο ανήλικος. Στο στάδιο της παραγωγής, στο στάδιο της διανομής που αυξάνει τη ζήτηση, στο στάδιο της ακούσιας θέασης από τον ανήλικο που τραυματίζεται ψυχικά αλλά και στο στάδιο της ακούσιας (παθητικής) ή εκούσιας (ενεργητικής) θέασης παιδοφιλικού υλικού από ενήλικες που τους γεννάται επιθυμία συνεύρεσης με ανήλικους, θύματα είναι πάντα τα παιδιά. Η ηθική αλλά και ποινική απαξία αυτής της πρωτογενούς θυματοποίησης δεν είναι λογικό να μειώνεται από μια πιθανή αφιλοκερδή διανομή του σταθερά επικίνδυνου πορνογραφικού υλικού. Απεναντίας, η κερδοσκοπία θα μπορούσε να λειτουργεί ως επιβαρυντική περίσταση και όχι ως προϋπόθεση τιμώρησης. Ως εκ τούτου η απαλοιφή της κερδοσκοπίας από το γράμμα της διάταξης μοιάζει μάλλον επιβεβλημένη για την επίτευξη ικανοποιητικής προστασίας.

Προβληματισμό δημιουργεί, ωστόσο, και η ποινικοποίηση της απλής κατοχής προϊόντων παιδικής πορνογραφίας, με τη δικαιολογία ότι τροφοδοτούν το μηχανισμό παραγωγής του επίμαχου υλικού αυξάνοντας τη ζήτηση. Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια. Εδώ πρέπει να συνυπολογιστεί ο παράγοντας του κέρδους για να αποφύγουμε τυχόν υπερβολές. Με λίγα λόγια, όποιος πληρώνει για να αποκτήσει και στη συνέχεια να κατέχει παιδοφιλικό υλικό, προφανώς και κινητροδοτεί την κερδοφόρα παραγωγή τέτοιου υλικού. Εξίσου τροφοδοτεί το φαινόμενο όποιος αφιλοκερδώς και από προσωπικό πάθος αναρτά, π.χ. σε ιστοσελίδα, δωρεάν υλικό προς ελεύθερη θέαση και «κατέβασμα» (download), ενώ υπάρχει πάντα και ο κίνδυνος ακούσιας προσπέλασης της σελίδας από ανήλικους. Και οι δύο περιπτώσεις όφειλαν προφανώς να είναι τιμωρητέες (με τη σημερινή διατύπωση του άρθρου 348Α ΠΚ δεν είναι). Δεν θα έπρεπε όμως να ισχύει το ίδιο για όποιον κατεβάζει από ελεύθερες ιστοσελίδες διάσπαρτο υλικό παιδικής πορνογραφίας αποκλειστικά για ιδία χρήση, ωθούμενος από το ανεξέλεγκτο -αν και νοσηρό- πάθος του για το «γυμνό παιδικό κορμί» (όπως ισχυρίζονται 8 στους 10 παιδόφιλους). Η κατοχή αυτού του είδους δεν θα είχε ιδιαίτερο νόημα να τιμωρηθεί. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως χάρις στη διάδοση των ευρυζωνικών συνδέσεων, όποιος χρήστης επιθυμεί να ικανοποιήσει τέτοιου είδους πάθη θα μπορούσε απλά να επισκέπτεται τους ανάλογους ιστοτόπους προς θέαση, χωρίς να αποθηκεύει οτιδήποτε. Αν και τότε θεωρηθεί ότι μπορεί να τον ενοχοποιούν κάποια κρυφά αρχεία που αποθηκεύονται εν αγνοία του χρήστη στην προσωρινή μνήμη του Η/Υ, τότε πιθανώς θα έχουμε ξεπεράσει τα ακραία όρια αυστηρότητας που ένα κράτος δικαίου οφείλει να διατηρεί ανέπαφα για τους πολίτες του.

Παρόμοια ανησυχία, τέλος, δημιουργεί και η αναγνώριση ποινικής απαξίας στην αποτύπωση εικονικών πράξεων. Οι υποστηριχτές αυτής της άποψης εκφράζουν, επιπλέον, την πεποίθηση ότι ο αγώνας ενάντια στην παιδική πορνογραφία μπορεί να αποτύχει εξαιτίας της μη απαγόρευσης της εικονικής πορνογραφίας ανηλίκων (βλ. Κιούπης/Ιωαννίδου, Παιδική Πορνογραφία στο Διαδίκτυο, σ.79). Στην κατηγορία αυτή, μάλιστα, εντάσσουν ακόμα και φωτογραφικές απεικονίσεις που είναι προϊόν φωτομοντάζ. Κι εδώ όμως, θεωρούμε απαραίτητο το διαχωρισμό μεταξύ κατοχής και διανομής. Φυσικά ένα πετυχημένο φωτομοντάζ μπορεί να έχει όλα τα αποτελέσματα (κέρδος, ψυχικό τραύμα, πρόκληση επιθυμίας) μιας αληθινής φωτογραφίας, αλλά πρέπει να κρίνουμε αν ο τρόπος χρήσης δύναται αντικειμενικά να επιφέρει τέτοια αποτελέσματα. Θα ήταν υπερβολικό, δηλαδή, να θεωρηθεί αξιόποινη, π.χ. η παραμόρφωση πορνογραφικών απεικονίσεων ενηλίκων ώστε να μοιάζουν ανήλικοι, με τη βοήθεια απλών τεχνικών ψηφιακής επεξεργασίας, που μπορεί να χρησιμοποιεί ένας παιδόφιλος, με αποκλειστικό σκοπό την προσωπική του ικανοποίηση.

Συμπερασματικά, είναι προφανές ότι το άρθρο 348Α ΠΚ χρήζει άμεσης τροποποίησης για να εξυπηρετήσει, ως οφείλει, τον σκοπό του. Εντούτοις, είναι απαραίτητη και η συνειδητοποίηση εκ μέρους της κοινωνίας ότι η παιδοφιλία, όπως και άλλα ανθρώπινα πάθη, είναι μια πραγματικότητα. Όσο αποτροπιαστική και αν είναι η σκέψη και μόνο σκηνών παιδικής πορνογραφίας για τη συντριπτική μερίδα της κοινωνίας, η λύση δε βρίσκεται σε ασφυκτικές απαγορεύσεις αλλά στη διαχείριση του φαινομένου με τον κατάλληλο βαθμό ανοχής, ώστε να εξασφαλίζεται η μετριασμένη εκτόνωση του ανθρώπινου πάθους.

ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Δ. Κιούπης/Α. Ιωαννίδου, Η παιδική πορνογραφία στο διαδίκτυο, Σειρά Ομάδας Νέων ΙΜΔΑ, Νομική Βιβλιοθήκη 2007.

Γ. Νούσκαλης, Πορνογραφία ανηλίκων: Τα κρίσιμα ζητήματα του άρθρου 348Α ΠΚ, σε Τιμ. Τομ. (ΙΙ) Ι. Μανωλεδάκη, Εκδ. Σάκκουλα 2007, σ. 447-460.

Γ. Καρανικόλας, Παιδική πορνογραφία στο διαδίκτυο: προβληματισμοί γύρω από τη νέα ρύθμιση του άρθρου 348Α ΠΚ, ΠοινΔικ 8-9/2005, σ. 964-975.

ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS:

Πρόσθετο Πρωτόκολλο Σύμβασης ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού:

http://www.unhchr.ch/html/menu2/dopchild.htm


Σύμβαση για το Κυβερνοέγκλημα:

http://conventions.coe.int/Treaty/en/Treaties/Html/185.htm

Απόφαση πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ:

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/site/el/oj/2004/l_013/
l_01320040120el00440048.pdf

Έρευνα INHOPE:

https://www.inhope.org/en/system/files/
inhope_global_internet_trend_report_v1.0.pdf

Βλ. επίσης:

http://www.saferinternet.gr

http://www.ministryofjustice.gr/print.php?sid=512

http://tovima.dolnet.gr/print_article.php?e=B&f=14436&m=A32&aa=1

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2007

ΤΟ ΠΕΚ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΤΗΣ MICROSOFT

Η νεότερη εξέλιξη στην υπόθεση της Microsoft, η οποία αντιμετωπίζει πρόστιμο 497 εκατομμυρίων ευρώ, που της επέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού για κατάχρηση της μονοπωλιακής θέσης της, διαδραματίστηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2007 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΠΕΚ). Το ιστορικό της υπόθεσης, που μας έχει απασχολήσει στο παρελθόν (βλ. ΕΕΕυρΔ 3:2004, 4:2004, 2:2005), ξεκίνησε το Μάρτιο του 2004 όταν η Επιτροπή έκρινε ότι η Microsoft εκμεταλλεύεται τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά λειτουργικών συστημάτων σε δύο επίπεδα:

  • εμποδίζοντας την ομαλή επικοινωνία του ανταγωνιστικού λογισμικού με το κραταιό λειτουργικό της σύστημα (Windows) εφόσον δεν τους παρέχει επαρκείς πληροφορίες διαλειτουργικότητας,
  • ενσωματώνοντας στο λειτουργικό της σύστημα ένα λογισμικό αναπαραγωγής πολυμέσων (Windows Media Player) και κατ’ επέκταση ζημιώνοντας ανταγωνιστικές εταιρίες που διέθεταν στην αγορά αυτόνομο λογισμικό τέτοιου είδους.

Οι υποχρεώσεις που επέβαλε η Επιτροπή, τηρήθηκαν ως ένα βαθμό από τη Microsoft, η οποία όμως, παράλληλα, άσκησε και έφεση κατά της σχετικής απόφασης ενώπιον του ΠΕΚ. Η τύχη της έφεσης, η οποία δεν είχε εξ’ αρχής ανασταλτική δύναμη, κρίθηκε τελικά στα μέσα του Σεπτέμβρη 2007, οπότε το Πρωτοδικείο την απέρριψε επικυρώνοντας την αρχική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το μόνο αίτημα της Microsoft που έγινε δεκτό ήταν η απαλλαγή της από τον διορισμό ανεξάρτητου διαχειριστή για την εκτέλεση της απόφασης με δικά της έξοδα. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή διά στόματος της αρμόδιας Επιτρόπου Neelie Kroes εξέφρασε πέρα από την ικανοποίηση της και τη σπουδαιότητα της απόφασης που δημιουργεί ένα σημαντικό δεδικασμένο και ορίζει την μελλοντική πορεία των υποθέσεων ανταγωνισμού. Όσον αφορά την πλευρά της Microsoft, τονίζεται σε ανακοίνωσή της ότι οφείλει πρώτα να μελετήσει με προσοχή την απόφαση του ΠΕΚ πριν δράσει καταλλήλως. Σε περίπτωση, πάντως, μη αποδοχής της απόφασης η μόνη επιλογή που υφίσταται για τη Microsoft είναι να την εφεσιβάλει, μέσα στους προσεχείς δύο μήνες, ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ).


ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS:


Ιστορικό εξέλιξης της υπόθεσης:

http://ec.europa.eu/comm/competition/antitrust/cases/microsoft

Σχετική ανακοίνωση της Επιτροπής:

http://europa.eu/rapid/pressReleasesAction.do?reference=MEMO/07/
359&format=HTML&aged=0&language=EN&guiLanguage=en


Σχετική ανακοίνωση της Microsoft:

http://www.microsoft.com/presspass/press/2007/sep07/09-17Statement.mspx


Βλ. επίσης:

http://euobserver.com/9/24771

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2007

ΝΕΟΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2006, ο γερμανός νομοθέτης επεξεργαζόταν ένα σχέδιο τροποποίησης του Ποινικού Κώδικα με σκοπό την αποτελεσματικότερη και αυστηρότερη αντιμετώπιση της εγκληματικότητας μέσω Η/Υ (Computerkriminalität). Μια τέτοια τροποποίηση ήταν άλλωστε επιβεβλημένη ώστε να εναρμονιστεί η σχετική νομοθεσία τόσο με τις προβλέψεις της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το Κυβερνοέγκλημα (Cybercrime Convention, Βουδαπέστη 23.11.2001) όσο και με την απόφαση-πλαίσιο 2005/222/ΔΕΥ για τις επιθέσεις κατά των συστημάτων πληροφοριών. Από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η πρόταση νόμου προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, προπαντός, στους κύκλους των ερευνητών και των εταιριών λογισμικού ασφάλειας. Ωστόσο, μέχρι τον Ιούνιο του 2007, η νομοπαραγωγική διαδικασία ολοκληρώθηκε και το Γερμανικό Κοινοβούλιο υιοθέτησε την αρχική πρόταση χωρίς ιδιαίτερες αλλαγές, παρά τις εκφρασθείσες αντιρρήσεις.

Ειδικότερα, ο εν λόγω νόμος (Strafrechtsänderungsgesetz zur Bekämpfung der Computerkriminalität, StrÄndG) επιφέρει μεταβολές και προσθήκες στον Γερμανικό Ποινικό Κώδικα τροποποιώντας, κυρίως, τις προϋπάρχουσες παραγράφους 202a (Ausspähen von Daten = κατασκοπεία δεδομένων), 303b (Computersabotage = δολιοφθορά Η/Υ) και προσθέτοντας τις παραγράφους 202b (Abfangen von Daten = υποκλοπή δεδομένων) και 202c (Vorbereiten des Ausspähens und Abfangens von Daten = προετοιμασία κατασκοπείας και υποκλοπής δεδομένων). Συνοπτικά, οι σημαντικότερες νομοθετικές αλλαγές εστιάζονται στα εξής:

  • Καθίσταται πλέον αξιόποινη η απλή χωρίς δικαίωμα πρόσβαση σε προστατευμένα δεδομένα, με προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης έως 3 έτη. Το προηγούμενο καθεστώς απαιτούσε, επιπλέον, και την χωρίς δικαίωμα απόκτηση των προστατευμένων δεδομένων.
  • Η υποκλοπή, η απόκτηση των δεδομένων τυποποιείται ως ξεχωριστή εγκληματική πράξη, τιμωρούμενη επικουρικώς με ποινή φυλάκισης έως 2 έτη.
  • Αξιόποινες (ως προπαρασκευαστικές) καθίστανται πλέον και οι πράξεις παραγωγής, απόκτησης, πώλησης ή με οποιονδήποτε τρόπο διανομής κωδικών ασφαλείας και προγραμμάτων Η/Υ κατασκοπευτικού-διεισδυτικού χαρακτήρα (hacking tools), οι οποίες απειλούνται με ποινή φυλάκισης έως 1 έτος.
  • Ενδεικτικές της αυστηροποίησης είναι επίσης οι προβλεπόμενες στερητικές της ελευθερίας ποινές που φθάνουν μέχρι και τα 10 έτη στις σοβαρές περιπτώσεις δολιοφθοράς Η/Υ επιχειρήσεων ή υπηρεσιών.

Η κριτική που ασκήθηκε στο νέο νομοθέτημα επικεντρώνεται, βασικά, στην απαγόρευση χρήσης των λεγόμενων «εργαλείων χάκινγκ» (§ 202c StGB). Από τη ρύθμιση αυτή θίγονται ως επί το πλείστον οι θεωρούμενοι «καλοί χάκερς», δηλαδή ερευνητές και προγραμματιστές στον τομέα της ηλεκτρονικής ασφάλειας, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τη νέα ρύθμιση «αντιπαραγωγική», μιλώντας για «αυτοπαγίδευση». Πιο συγκεκριμένα, εφόσον δεν προβλέπεται κάποια εξαίρεση στην εν λόγω απαγόρευση, υπάρχει ο φόβος να θεωρηθεί παράνομη και η χρήση των εργαλείων αυτών σε δοκιμές ασφαλείας συστημάτων ή και η κατοχή τους με σκοπό την επεξεργασία τους και περαιτέρω ανάπτυξη αντιμέτρων. Ο φόβος αυτός εντείνεται διαβάζοντας τη διφορούμενη αιτιολογική έκθεση του νόμου, η οποία αρκείται στον παράνομο σκοπό που αντικειμενικά μπορεί να εξυπηρετήσει ένα πρόγραμμα, χωρίς να απαιτείται να έχει δημιουργηθεί αποκλειστικά για αυτό το λόγο. Παρά τις νομικές απόψεις που εκφράσθηκαν υπέρ μιας ρητής εξαίρεσης, το γερμανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης έκρινε τελικά ευκρινή τη ρύθμιση καθώς αναφέρεται σε πράξεις προπαρασκευαστικές ενός εκ των εγκλημάτων της κατασκοπείας (§ 202a StGB) ή της υποκλοπής δεδομένων (§ 202b StGB). Εντούτοις, η διατύπωση της διάταξης φαίνεται να μεταχειρίζεται σε κάθε περίπτωση a priori την κατοχή, διανομή και χρήση των εργαλείων χάκινγκ ως (τεκμαιρόμενη) προπαρασκευαστική πράξη των παραπάνω εγκλημάτων. Κατά συνέπεια, η επιθυμητή διευκρίνιση παραπέμπεται, μάλλον, προς αναζήτηση στη νομολογιακή ερμηνεία.

Τέλος, είναι φανερό πως οι αποσπασματικές ρυθμίσεις εναρμόνισης της νομοθεσίας, όχι μόνο δεν επαρκούν αλλά καταλήγουν να λειτουργούν εις βάρος των κρατών που επιδεικνύουν συνέπεια και καλή θέληση. Εν προκειμένω, ενόψει της παγκοσμιότητας του διαδικτύου, η γενική απαγόρευση ύπαρξης των «ύποπτων» εργαλείων στη γερμανική Επικράτεια, αν και συνάδει με το περιεχόμενο πολυμερών Συμβάσεων, δημιουργεί κατ’ ουσία το κατάλληλα αφύλαχτο έδαφος για τις εύκολες διαδικτυακές επιθέσεις που προέρχονται από χώρες μη συμμορφούμενες με αντίστοιχες νομοθετικές δεσμεύσεις. Η δε επιλογή της αυτόνομης εθνικής στρατηγικής που ακολουθείται από ορισμένα κράτη (π.χ. Κίνα) για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος παγκόσμιας κλίμακας, οδηγεί αναπόφευκτα στο δίλημμα μεταξύ αποτυχίας ή καταστρατήγησης της ελευθερίας των πολιτών. Οι επιθυμητές λύσεις οφείλουν να αναζητούνται στο πεδίο της συγχρονισμένης συλλογικής δράσης, με σεβασμό στον ανοιχτό χαρακτήρα του διαδικτύου.

ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS:

Το κείμενο του νέου νόμου (γερμανική γλώσσα):

http://dip.bundestag.de/btd/16/036/1603656.pdf

http://www.bmj.bund.de/media/archive/1317.pdf

Σύμβαση για το Κυβερνοέγκλημα:

http://conventions.coe.int/Treaty/en/Treaties/Html/185.htm

Απόφαση πλαίσιο 2005/222/ΔΕΥ:

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/site/el/oj/2005/l_069/
l_06920050316el00670071.pdf


Βλ. επίσης:

http://www.spiegel.de/netzwelt/web/0,1518,438969,00.html

http://www.heise.de/newsticker/meldung/79180

http://www.unwatched.org/node/518

http://www.tagesschau.de/inland/meldung15734.html

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2007

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤHΣ ΕΕΤΤ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ DIALERS

Το πρόβλημα σχετικά με τους dialers, που είχε απασχολήσει παλαιότερα τη στήλη (βλ. ΕΕΕυρΔ 2:2005), είναι πλέον γνωστό στους περισσότερους χρήστες του διαδικτύου. Με δύο λόγια, ωστόσο, να θυμίσουμε πως οι dialers είναι μικρά προγράμματα που εξαιτίας του κακόβουλου χαρακτήρα τους, κατατάσσονται συχνά στην, υπό ευρεία έννοια, κατηγορία των ιών. Εντούτοις, ο αρχικός τους σχεδιασμός αποσκοπούσε στην καθιέρωση ενός εναλλακτικού τρόπου χρέωσης μέσω του τηλεφωνικού λογαριασμού, καταργώντας τη χρήση πιστωτικής κάρτας στις ηλεκτρονικές αγορές κάθε είδους. Η λειτουργία του νέου συστήματος ήταν απλή· το πρόγραμμα-dialer μετά την εγκατάστασή του εκτελούσε τα εξής βήματα: αποσύνδεση του τηλεφωνικού μόντεμ από τον αριθμό κλήσης του παρόχου πρόσβασης και σύνδεση με έναν αριθμό κλήσης υψηλότερης και κυμαινόμενης χρέωσης. Πολύ γρήγορα η χρήση των προγραμμάτων αυτών περιορίστηκε στη χρέωση πορνογραφικού υλικού και τυχερών παιγνίων, χωρίς μάλιστα να διευκρινίζονται στους χρήστες οι όροι της κάθε συναλλαγής. Τελικά, αφού οι dialers ταυτίστηκαν κυρίως με τις λεγόμενες «ροζ» τηλεφωνικές γραμμές ναρκοθετούν πλέον κάθε είδους ιστοσελίδες, καλύπτονται πίσω από χρήσιμες εφαρμογές και μεταδίδονται μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Οι χρήστες συνήθως δεν αντιλαμβάνονται τίποτα μέχρι να λάβουν τον πρώτο διογκωμένο τηλεφωνικό λογαριασμό. Στο σημείο αυτό δε θα είχε νόημα να επαναλάβουμε την κριτική για τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους και τους τρόπους που επέλεξαν να βοηθήσουν τους καταναλωτές-αποδέκτες των υπηρεσιών τους. Αρκεί να αναφέρουμε πως, σχεδόν πέντε χρόνια μετά την εμφάνιση και σταδιακή έξαρση του φαινομένου, χρειάστηκαν τελικά 2 πρόσφατες αποφάσεις της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων για να ελεγχθεί η εκροή πολλών χιλιάδων ευρώ για ακούσιες χρεώσεις κυρίως από οικιακούς χρήστες του διαδικτύου.

Ήδη από τον Αύγουστο του 2006, λοιπόν, η ΕΕΤΤ μετά από καταγγελίες εκ μέρους καταναλωτών και ενώσεων καταναλωτών εξέδωσε Προσωρινή Διάταξη για την απενεργοποίηση συγκεκριμένων αριθμών κλήσης με πρόθεμα «901» που είχαν εκχωρηθεί σε ημεδαπές και αλλοδαπές εταιρίες παροχής υπηρεσιών τηλεηχοπληροφόρησης (audiotext) και χρησιμοποιούνταν για χρεώσεις μέσω dialers. Με τον τρόπο αυτό σημειώθηκε ομολογουμένως ένα σημαντικό βήμα στην καταπολέμηση της «τηλεπικοινωνιακής απάτης» -όπως ονομάζεται κυρίως από τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους. Ωστόσο, πολύ γρήγορα κατέστη σαφές πως ο περιορισμός των αριθμών «901» δεν αρκούσε. Πολύ μεγάλο μέρος των dialers χρησιμοποιεί αριθμούς εξωτερικού για την δρομολόγηση των ύποπτων συνδέσεων. Εδώ αξίζει να αναφερθεί πως στην ίδια διαπίστωση οδηγήθηκαν μόλις πρόσφατα και οι αρμόδιες αρχές στη Γερμανία, όπου ήδη από το 2004 είχε τεθεί σε ισχύ ο νόμος «για την καταπολέμηση της κατάχρησης αριθμών κλήσης προστιθέμενης αξίας 0190/0900» («Gesetz zur Bekämpfung des Missbrauchs von 0190er/0900er Mehrwertdiensterufnummern»). Η ρύθμιση αυτή που εστίαζε στο συγκεκριμένο τύπο αριθμών κλήσης, αν και έγκαιρη άφηνε ουσιαστικά εκτεθειμένο τον Γερμανό καταναλωτή στις χρεώσεις μέσω διεθνών κλήσεων. Λαμβάνοντας, πιθανώς, υπόψη τις παραπάνω διαπιστώσεις και παρατηρώντας τις πρακτικές αντιμετώπισης άλλων χωρών, η ΕΕΤΤ προχώρησε τελικά, μέσα στον Απρίλιο, σε μια καίριας σημασίας κίνηση. Πέρα από τις διάφορες δράσεις ενημέρωσης των καταναλωτών που επέβαλε στους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους, αποφάσισε τη φραγή (καταρχήν για έξι μήνες) των απευθείας κλήσεων από σταθερά τηλέφωνα προς τους διεθνείς προορισμούς Nauru (00674), Solomon Islands (00677) και Wallis and Futuna (00681). Η σύνδεση προς τους συγκεκριμένους διεθνείς προορισμούς θα εξυπηρετείται μέσω υπηρεσίας τηλεφωνητή (operator), αποφεύγοντας, με αυτόν τον τρόπο, τις αυτοματοποιημένες κλήσεις μέσω dialers εγκατεστημένων στον υπολογιστή. Η επιλογή των ανωτέρω προορισμών έγινε με βάση στοιχεία που συνέλεξε η ΕΕΤΤ και τα οποία θα ανανεώνονται τροποποιώντας αντιστοίχως την εν λόγω λίστα με τους υπό φραγή αριθμούς κλήσης.

Οι πρόσφατες αυτές πρωτοβουλίες της ΕΕΤΤ καταδεικνύουν βέβαια την αποφασιστικότητα της να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και μάλιστα με λειτουργικό και αποτελεσματικό τρόπο. Από την άλλη πλευρά, όμως -παρά τον κίνδυνο να θεωρηθούμε πέραν του δέοντος απαιτητικοί έως και καχύποπτοι- οφείλουμε να πούμε ότι το πρόβλημα βρίσκεται πια στη δύση του καθώς οι ευρυζωνικές συνδέσεις (συνδέσεις ADSL), που είναι απρόσβλητες από τους dialers (διότι δεν χρησιμοποιούν την απλή τηλεφωνική γραμμή), σημειώνουν εντυπωσιακή αύξηση στους οικιακούς χρήστες, τείνοντας να υποκαταστήσουν σταδιακά τις συμβατικές και ευάλωτες συνδέσεις. Συνεπώς, οι αποφάσεις της ΕΕΤΤ, αν και σημαντικές, έρχονται λίγο καθυστερημένα να ξεκαθαρίσουν ένα τοπίο που κρατήθηκε τεχνηέντως θολό, τα τελευταία χρόνια, εις βάρος των καταναλωτών-χρηστών του διαδικτύου.

ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS:

Δελτία τύπου της ΕΕΤΤ:

http://www.eett.gr/opencms/sites/EETT/
NewsReleases/PressReleases/DT_070806.html

http://www.eett.gr/opencms/sites/EETT/NewsReleases/
PressReleases
/DT250407.html

Πέμπτη 26 Απριλίου 2007

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΠΟΧΗ

Εισαγωγικά

Από τη σταδιακή συνειδητοποίηση της ανάγκης προστασίας της διανοητικής δημιουργίας και την πρώτη νομοθετική κατοχύρωση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (First Copyright Act, 1709, Αγγλία) μέχρι τη σημερινή ψηφιακή εποχή, οι εξελίξεις σε επιστημονικό, τεχνολογικό και κοινωνικό επίπεδο υπήρξαν τόσο ανατρεπτικές, που δεν θα μπορούσαν να αφήσουν αναλλοίωτο το τοπίο όσον αφορά τα προϊόντα της ανθρώπινης διάνοιας και τα δικαιώματα επ’ αυτών. Βαθμιαία αναπτύχθηκαν σχετικές εθνικές νομοθεσίες και πολύ γρήγορα αναζητήθηκαν τρόποι ευρύτερης προστασίας μέσω διακρατικών συμφωνιών και διεθνών συμβάσεων (βλ. κυρίως Διεθνή Σύμβαση Βέρνης/Παρισιού, 1886/1971). Οι αυξανόμενες προσβολές των πνευματικών δικαιωμάτων και η άνθηση του φαινομένου της λεγόμενης πνευματικής πειρατείας δημιούργησαν την έντονη επιθυμία για ενοποίηση και διεθνοποίηση του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας οδηγώντας τελικά στην υπογραφή της Παγκόσμιας Σύμβασης της Γενεύης (Universal Copyright Convention), το 1952, με τη συμμετοχή των Η.Π.Α., της τότε Ε.Σ.Σ.Δ, της Κίνας και άλλων κρατών (σήμερα αριθμεί 184 μέλη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας). Κατ’ επέκταση, το 1967, ιδρύθηκε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας (World Intellectual Property Organization, WIPO) με έδρα τη Γενεύη και σκοπό την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας μέσω της συνεργασίας των κρατών. Απαντώντας στις σύγχρονες απαιτήσεις ο Οργανισμός δρομολόγησε την υπογραφή νέων Συμβάσεων προς κάλυψη νομοθετικών ελλείψεων, όπως π.χ. τη Συνθήκη WIPO ή αλλιώς WCT (WIPO Copyright Treaty) του 1996, που προσαρμόζει τους σχετικούς δικαιικούς κανόνες στο ψηφιακό περιβάλλον. Από το 2000, καθιερώθηκε επιπλέον ο εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Διανοητικής Ιδιοκτησίας στις 26 Απριλίου, ημερομηνία που εκκίνησε τυπικά η λειτουργία του WIPO.

Στη χώρα μας, το βασικό νομοθέτημα για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ο νόμος 2121/1993 με τίτλο «Πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και Πολιτιστικά θέματα», ο οποίος έχει δεχτεί αλλεπάλληλες τροποποιήσεις και προσθήκες. Η πιο πρόσφατη αλλαγή επήλθε με το νόμο 3524 που εκδόθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2007 (ΦΕΚ Α΄ 15) με σκοπό την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς τις κοινοτικές Οδηγίες 2001/84/ΕΚ και 2004/48/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα παρακολούθησης υπέρ του δημιουργού ενός πρωτότυπου έργου τέχνης και την επιβολή των δικαιωμάτων της διανοητικής ιδιοκτησίας αντίστοιχα.

Από τη θέση αυτή και για λόγους οικονομίας της ύλης δε θα προχωρήσουμε, βέβαια, σε μία συνολική θεώρηση του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας και της εξελικτικής του πορείας. Το σκοπό αυτό εξυπηρετούν σημαντικές μονογραφίες και εκτεταμένα επιστημονικά συγγράμματα και εγχειρίδια (ενδεικτικά: Κοτσίρης Λ., Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας, 4η Έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2005, Εκδόσεις Σάκκουλα, Μαρίνος, Μ.-Θ., Πνευματική Ιδιοκτησία, 2η Έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή 2004, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Κουμάντος Γ., Πνευματική Ιδιοκτησία, 8η Έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή 2002, Αντ. Ν. Σάκκουλας· για τον πολύ πρόσφατο νόμο 3524/2007, βλ. σύντομη συνολική παρουσίαση από Δελή Γ. σε ΔίΜΕΕ 1/2007, σ. 58-61). Στόχος μας είναι, κυρίως, να εστιάσουμε στους σύγχρονους τρόπους πνευματικής πειρατείας που εκδηλώνονται στο ψηφιακό περιβάλλον και στις παρενέργειες τους πάνω στη νομοθετική ύλη.

Ψηφιακή Πειρατεία

Με τον ίδιο τρόπο που η ανακάλυψη της τυπογραφίας πυροδότησε ουσιαστικά τις δράσεις για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, έτσι και η πρόοδος της ψηφιακής τεχνολογίας αποτέλεσε σημείο-σταθμό τόσο για την αναζωπύρωση της πνευματικής πειρατείας όσο και για τη μετεξέλιξη των μέτρων προστασίας των πνευματικών έργων. Καταρχήν, η σύγχρονη τεχνολογία πρόσφερε σταδιακά τη δυνατότητα ψηφιοποίησης άνευ ορίου. Με δυο λόγια, όλα τα προϊόντα της ανθρώπινης διάνοιας, ένα απλό κείμενο, μία εικόνα, μία ταινία, μία μελωδία -αυτονόητα ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή- μπορούν πια να αποκτήσουν ψηφιακή κωδικοποίηση και να ενσωματωθούν σε ένα ψηφιακό μέσο αποθήκευσης όπως οι συμπαγείς δίσκοι δεδομένων, ήχου και εικόνας (τα γνωστά CDs και DVDs) αλλά και στον σκληρό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Η ψηφιακή μορφή παρείχε πολύ καλύτερη ποιότητα στην αναπαραγωγή των έργων, μηδενικές αλλοιώσεις στο πέρας των ετών και πολλές ευκολίες στη χρήση, με αποτέλεσμα να επικρατήσει πολύ γρήγορα εκτοπίζοντας τα παραδοσιακά μέσα όπως οι δίσκοι βινιλίου και οι μαγνητικές κασέτες ήχου και εικόνας. Στην εξέλιξη αυτή ανθίσταται ακόμη το βιβλίο, αν και οι τίτλοι που κυκλοφορούν σε ψηφιακή μορφή αυξάνονται διαρκώς.

Παρόλο που η χρήση της νέας τεχνολογίας στηρίχτηκε κατεξοχήν από τους μηχανισμούς προώθησης των πνευματικών έργων, όπως οι δισκογραφικές και κινηματογραφικές εταιρίες, αποδείχτηκε τελικά προβληματική για την προστασία των έργων, των δημιουργών τους και των οικονομικών συμφερόντων των εταιριών. Τα ψηφιακά δεδομένα αντιγράφονταν ταχύτατα και με περισσή ευκολία. Σε συνδυασμό με τη διάδοση της χρήσης των προσωπικών Η/Υ και του διαδικτύου, η πειρατεία λογισμικού, μουσικής, κινηματογραφικών ταινιών αλλά και εικόνων, κειμένων, και βιβλίων διάγει περίοδο πλήρους άνθησης.

Παρουσιάζοντας σε γενικές γραμμές την εξέλιξη του φαινομένου μέσα στην τελευταία 15ετία, μπορούμε να ξεκινήσουμε από τα πειρατικά αντίγραφα λογισμικού που κυκλοφορούσαν αφειδώς «από χέρι σε χέρι» στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Περισσότεροι χρήστες οικιακών υπολογιστών εξυπηρετούνταν με ένα μόλις αντίγραφο κάποιου προγράμματος ή παιχνιδιού και δεν εντοπίζονταν ποτέ αφού δε συνδέονταν σε κάποιο δίκτυο. Λίγο αργότερα ακολούθησε η αντιγραφή των μουσικών CDs, πάλι «από χέρι σε χέρι». Το ίδιο συνέβη, με μικρή καθυστέρηση, όταν άρχισαν να κυκλοφορούν ευρέως τα κινηματογραφικά DVDs μετά το 2000. Μέχρι αυτό το σημείο το πρόβλημα βρισκόταν υπό μερικό έλεγχο αφού πειρατικά αντίγραφα κυκλοφορούσαν σε περιορισμένη έκταση και πριν την ψηφιακή εποχή. Στο μεταξύ όμως δύο γεγονότα έμελλε να αλλάξουν ριζικά την κατάσταση. Ήδη από το 1995 αναπτύχθηκε στη Γερμανία μία μορφή ψηφιακής κωδικοποίησης αρχείων ήχου που κατάφερνε να τα συμπιέζει μειώνοντας εντυπωσιακά το μέγεθός τους ενώ η απώλεια ποιότητας ήταν μηδενική. Η νέα μορφή αρχείων ονομάστηκε mp3 και επέτρεπε, λόγω του μικρού μεγέθους, την ταχύτερη αντιγραφή και διάδοση των μουσικών αρχείων. Το 1999 ένας 18χρονος φοιτητής ανέπτυξε και έθεσε σε διαδικτυακή λειτουργία ένα πρόγραμμα που βοηθούσε τους απανταχού δικτυωμένους χρήστες να ανταλλάσσουν αρχεία κάθε είδους και κυρίως τραγούδια σε μορφή mp3, που είχαν αποθηκευμένα στον υπολογιστή τους. Το πρόγραμμα με την ονομασία NAPSTER αποτέλεσε αντικείμενο αλλεπάλληλων δικαστικών διενέξεων καθώς βρέθηκε στο στόχαστρο μεμονωμένων καλλιτεχνών και κυρίως της Ένωσης Δισκογραφικών Εταιριών της Αμερικής (Recording Industry Association of America, RIAA).

Η περίπτωση NAPSTER πήρε μυθικές διαστάσεις, παρά τη βραχύβια λειτουργία του, διότι ουσιαστικά άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, γεννώντας την ιδέα του διαμοιρασμού αρχείων (filesharing) μεταξύ χρηστών σε απευθείας επικοινωνία (πρόκειται για λεγόμενα δίκτυα «peer to peer» ή απλά «p2p») και μετέτρεψε το διαδίκτυο σε έναν παράδεισο απόκτησης δωρεάν μουσικής. Το NAPSTER διαδέχτηκαν άλλα προγράμματα p2p όπως τα Gnutella, KaZaA, eMule, LimeWire κ.ά. ενώ η σταδιακή αύξηση των ταχύτερων ευρυζωνικών συνδέσεων (ADSL) έδωσε τη δυνατότητα στους χρήστες να ανταλλάσσουν αρχεία χωρίς περιορισμό μεγέθους, όπως κινηματογραφικές ταινίες και μεγάλες εφαρμογές λογισμικού.

Torrents

Σήμερα στην εξέλιξη των δικτύων p2p έχει κυριαρχήσει το πρωτόκολλο BitTorrent. «Torrent» ονομάζεται ένα μικρό αρχείο που λειτουργεί ως ετικέτα και φέρει την περιγραφή του μεγαλύτερου βασικού αρχείου που προσφέρεται από κάποιον χρήστη. Ο χρήστης που προσφέρει ένα αρχείο (seeder) το διατηρεί στον υπολογιστή του και δημιουργεί ένα torrent που το περιγράφει. Εν συνεχεία ανεβάζει (upload) μόνο το συγκεκριμένο αρχείο περιγραφής σε κάποια ιστοσελίδα αρχειοθέτησης ή καταλογοποίησης περισσότερων torrents. Στις ιστοσελίδες αυτές (γνωστές ως torrents trackers) καταφεύγουν οι χρήστες που θέλουν κάποιο αρχείο μουσικής, βίντεο κλπ. αναζητώντας ουσιαστικά το κατάλληλο αρχείο περιγραφής (torrent), το οποίο κατεβάζουν (download) στον υπολογιστή τους για να αποκτήσουν επαφή με το πραγματικό αρχείο που παραμένει αποκλειστικά στον υπολογιστή του χρήστη που το προσφέρει. Η μεταφορά των αρχείων επιτυγχάνεται μέσω ενός προγράμματος-πελάτη (torrent-client) που αναγνωρίζει τα αρχεία περιγραφής και διαχειρίζεται το διαμοιρασμό των βασικών αρχείων. Μία σημαντική παράμετρος εντοπίζεται στο ότι ο λήπτης (leecher) ενός αρχείου είναι συγχρόνως και εν μέρει αποστολέας όσου τμήματος του αρχείου έχει ήδη παραλάβει. Αυτό σημαίνει, στην πράξη, πως κάθε λήπτης λαμβάνει τμήματα του αρχείου από διαφορετικούς χρήστες, ενώ ο αρχικός δότης, μπορεί να κλείσει την επικοινωνία αφήνοντας το αρχείο του να μοιράζεται πλέον από άλλους χρήστες έξω από τον έλεγχό του. Καθ’ όλη αυτή τη διαδικασία, πάντως, το αρχείο δεν ανεβαίνει αυτούσιο σε κάποιον κεντρικό υπολογιστή-διακομιστή (ftp server), ούτε παρέχεται εξ’ ολοκλήρου από έναν μόνο χρήστη σε κάποιον άλλο. Συνεπώς, κάθε χρήστης εκτελεί μια παραδοσιακή μεταφορά «χέρι με χέρι» βάσει της λογικής peer to peer που αφορά όμως επιμέρους τμήματα ενός κατακερματισμένου αρχείου και στο τέλος συγκεντρώνει και ο ίδιος στον υπολογιστή του την ολοκληρωμένη μορφή του αρχείου, του οποίου τα τμήματα έλαβε από περισσότερους χρήστες. Με το σύστημα αυτό διακινούνται στο Ίντερνετ, ανά πάσα στιγμή, χιλιάδες αρχεία κάθε είδους: από προσωπικά έγγραφα και φωτογραφίες, μέχρι βιβλία, λογισμικό, τραγούδια, ταινίες, τηλεοπτικά προγράμματα και οτιδήποτε άλλο σκεφτεί να προσφέρει κάθε χρήστης.

Αντιδράσεις και νομοθετικές ρυθμίσεις

Όπως ήταν φυσικό, οι διαστάσεις που έλαβε το φαινόμενο της πειρατείας, ειδικά με την ευρεία χρήση του διαδικτύου, προκάλεσε άμεσα αντιδράσεις από τους δικαιούχους των πνευματικών δικαιωμάτων και τις ενώσεις τους. Μία από τις πρώτες κινήσεις της δισκογραφικής και κινηματογραφικής βιομηχανίας αλλά και των εταιριών λογισμικού ήταν η υιοθέτηση «τεχνολογικών μέτρων» προστασίας των πνευματικών έργων. Τα μέτρα αυτά χρησιμοποιούν την ψηφιακή τεχνολογία για να κωδικοποιήσουν με τέτοιο τρόπο το περιεχόμενο ενός αρχείου ώστε να αποτρέψουν την αντιγραφή ή την χωρίς δικαίωμα αναπαραγωγή του, διευκολύνοντας γενικότερα τη λεγόμενη «ψηφιακή διαχείριση δικαιωμάτων» (Digital Rights Management, DRM). Με τον όρο DRM εννοείται το σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης των ψηφιακών δεδομένων ώστε να παρέχονται στους δικαιούχους των πνευματικών δικαιωμάτων επαρκείς πληροφορίες για τη νόμιμη ή μη χρήση τους. Οι πιέσεις εκ μέρους της θιγόμενης πλευράς οδήγησαν μάλιστα στη νομοθετική κατοχύρωση των «τεχνολογικών μέτρων» τόσο στη Συνθήκη WIPO (άρθρα 11 και 12) όσο και στην κοινοτική Οδηγία 2001/29/ΕΚ «για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας» (άρθρα 6 και 7). Στον ελληνικό νόμο 2121/1993 η ακεραιότητα των «τεχνολογικών μέτρων» και των λεγόμενων «πληροφοριών για το καθεστώς των δικαιωμάτων» (DRM) προστατεύεται με τα άρθρα 66Α και 66Β.

Η ύπαρξη, ωστόσο των αναφερθέντων μέτρων παράγει προβλήματα στη νόμιμη αναπαραγωγή ενός έργου στο πλαίσιο των περιορισμών των πνευματικών δικαιωμάτων, π.χ, στην περίπτωση της ιδιωτικής χρήσης (άρθρο 18 §1 ν. 2121/1993) ή στην περίπτωση δημιουργίας εφεδρικού αντιγράφου (άρθρο 42 §3 ν. 2121/1993). Καθώς τα τεχνολογικά μέτρα προστασίας είναι απόλυτα, καθιστούν τελικά ανενεργούς τους παραπάνω νόμιμους περιορισμούς του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Παρ’ όλα αυτά, οι δημιουργοί και οι δικαιούχοι εν γένει συνεχίζουν να εισπράττουν το τέλος που ενσωματώνεται στις συσκευές αναπαραγωγής και ψηφιακής αντιγραφής, στα αποθηκευτικά μέσα κτλ. (άρθρο 18 §3 ν. 2121/1993) και το οποίο προβλέπεται ως εύλογη αμοιβή υπέρ τους για τις περιπτώσεις της εκ του νόμου ελεύθερης αναπαραγωγής των έργων τους. Δεν είναι δυνατόν όμως την ίδια στιγμή που η ελεύθερη αναπαραγωγή ουσιαστικά ακυρώνεται μέσω των τεχνολογικών μέτρων προστασίας, να εισπράττεται και η αναλογούσα γι’ αυτήν εύλογη αμοιβή. Αυτές οι μάλλον αντιφατικές ρυθμίσεις οδήγησαν στο πλέον υποκριτικό αποτέλεσμα, την ανάπτυξη εφαρμογών λογισμικού που απενεργοποιούν οποιοδήποτε μέτρο προστασίας επιτρέποντας την ψηφιακή αντιγραφή. Φυσικά, το καθ’ όλα νόμιμο λογισμικό που καλύπτεται πίσω από το πρόσχημα της διευκόλυνσης των χρηστών στη δημιουργία μεμονωμένων αντιγράφων ασφαλείας, εξυπηρετεί κατά κύριο λόγο την παραγωγή απεριόριστων πειρατικών αντιγράφων κάθε είδους.

Εκτός, όμως, από τα αμυντικά μέτρα προστασίας, οι μεγάλες ενώσεις δισκογραφικών και κινηματογραφικών εταιριών όπως η RIAA, που ήδη αναφέραμε, η MPAA (Motion Picture Association of America) και η IFPI (International Federation of Phonographic Industry) επιδόθηκαν σε έναν δικαστικό μαραθώνιο, αποσκοπώντας αρχικά στο κλείσιμο συγκεκριμένων ιστοτόπων, όπως του NAPSTER κ.ά.. Στην πορεία όμως έγινε φανερό πως για κάθε ιστοσελίδα που έκλεινε δημιουργούνταν περισσότερες αντίστοιχες, με αποτέλεσμα να υπάρχουν δεκάδες διάδοχοι του παλαιού NAPSTER, που είναι πλέον αδύνατον να ελεγχθούν. Άλλωστε όλοι αυτοί οι ιστοτόποι λειτουργούν στα όρια της νομιμότητας, με τον βάσιμο ισχυρισμό ότι δεν προσφέρουν κανενός είδους αρχεία, παρά μόνο διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ των χρηστών. Κατά συνέπεια, το επόμενο, αναγκαστικά, βήμα, αν και μη αναμενόμενο από τη διαδικτυακή κοινότητα, ήταν οι κίνηση των εταιριών ενάντια στους μεμονωμένους χρήστες. Πράγματι από το 2004 ξεκίνησαν μαζικές μηνύσεις: μόνο από την RIAA, στις Η.Π.Α., ξεπέρασαν τις 1000 μέσα στους πρώτους τρεις μήνες ενώ στο ίδιο διάστημα η IFPI κινήθηκε εναντίον 247 Ευρωπαίων χρηστών. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις Η.Π.Α. το νομοθέτημα, του 1998, Digital Milennium Copyright Act (DMCA) επέτρεψε στη RIAA να αντλήσει πληροφορίες από τους αμερικανικούς παροχείς υπηρεσιών διαδικτύου για την ταυτότητα ύποπτων συνδρομητών τους, χωρίς καν δικαστική εντολή. Η εξέλιξη των περισσότερων υποθέσεων μέχρι σήμερα εξαντλείτο στην επιβολή προστίμων και σε συμβιβαστικούς διακανονισμούς. Δε συνέβη, ωστόσο, το ίδιο και στην Κίνα, όπου το Μάιο του 2007 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών μηνών στον Chan Nai-Ming, ο οποίος ταύτισε το όνομά του με την πρώτη καταδίκη στον κόσμο για προσφορά ψηφιακού υλικού (τρεις κινηματογραφικές ταινίες) στο δίκτυο BitTorrent.

Όσον αφορά τη χώρα μας, έχουν εκφρασθεί τα τελευταία 2 χρόνια πρωτοβουλίες εναντίον χρηστών από τους αρμόδιους εθνικούς φορείς, χωρίς όμως να γίνουν ουσιαστικές κινήσεις. Η αλήθεια είναι, βέβαια, πως τέτοιου είδους προσπάθειες εμποδίζονται μέχρι στιγμής σε επίπεδο ταυτοποίησης των χρηστών λόγω απορρήτου. Ο εντοπισμός της διαδικτυακής ταυτότητας (ΙΡ-Address) των χρηστών που διακινούν μεγάλο όγκο δεδομένων και κινούν τις υποψίες για ανταλλαγή πειρατικών αρχείων είναι εφικτός και μάλιστα με σχετική ευκολία. Από εκεί και πέρα όμως, η αντιστοίχηση στην πραγματική ταυτότητα και διεύθυνση του χρήστη μέσω του παροχέα της σύνδεσης, δυστυχώς ή ευτυχώς, περιβάλλεται με πολύ περισσότερες εγγυήσεις για τα προσωπικά δεδομένα από ότι στις Η.Π.Α. ή στην Κίνα. Και οι εγγυήσεις αυτές, εντούτοις, φαίνεται να είναι διάτρητες, αφού τους τελευταίους μήνες παρατηρήθηκε η αποστολή ηλεκτρονικών προειδοποιήσεων για διακοπή ανταλλαγής αρχείων στους «προνομιούχους» φοιτητές του κρατικού προγράμματος «Δίοδος» (φθηνό και γρήγορο Ίντερνετ), οι οποίοι απολαμβάνουν προφανώς και το «προνόμιο» παρακολούθησης των διαδικτυακών τους συνηθειών.

Παρά τον, κατά τα λοιπά, δύσκολο εντοπισμό των δικτυοπειρατών στη χώρα μας, με την τελευταία τροποποίηση του ν. 2121/1993 υιοθετήθηκαν επιπλέον κυρώσεις διοικητικού χαρακτήρα προκειμένου να αποτρέψουν τους μελλοντικούς παραβάτες. Έτσι λοιπόν, στο νέο άρθρο 65Α προβλέπεται πρόστιμο 1000 ευρώ για κάθε παράνομο αντίτυπο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή που ο χρήστης χωρίς δικαίωμα αναπαράγει, πωλεί ή κατ’ άλλον τρόπο διανέμει στο κοινό ή κατέχει με σκοπό διανομής. Σε περίπτωση δε που η προσβολή αφορά μέχρι και 50 προγράμματα, η ανεπιφύλακτη καταβολή του διοικητικού προστίμου επιφέρει την άρση του αξιοποίνου. Στο σημείο αυτό προκύπτουν διάφορα ερμηνευτικά ζητήματα. Καταρχήν φαίνεται να μένει εκτός πεδίου εφαρμογής η απλή κατοχή ενός προγράμματος που μπορεί να βρίσκεται αποθηκευμένο (ούτε καν εγκατεστημένο) στο σκληρό δίσκο ενώ μπορεί να έχει αποκτηθεί πειρατικά μέσα από ένα δίκτυο p2p. Περαιτέρω, αν το εν λόγω πρόγραμμα προσφέρεται συγχρόνως σε δεκάδες συνδεδεμένους χρήστες με τη χρήση torrent, όπως περιγράψαμε πιο πάνω, αν και θα εμπίπτει στην «κατ’ άλλον τρόπο διανομή στο κοινό», ο δότης του αρχείου θα θεωρηθεί ότι διαθέτει μόνο ένα παράνομο αντίτυπο του προγράμματος. Σε περίπτωση δε που είναι και νόμιμος κάτοχος του προγράμματος, το οποίο προσφέρει, πολύ δύσκολα μπορεί να του επιβληθεί πρόστιμο. Πιο ουσιαστική αποδεικνύεται η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 65Α που αφορά τους πλανόδιους πωλητές πειρατικών αντιγράφων. Αν και η περίπτωσή τους δεν εμπίπτει στο πλαίσιο της πειρατείας σε αμιγώς ψηφιακό περιβάλλον, είναι προφανές ότι αρχικά αντλούν το υλικό τους από τις προσφερόμενες ψηφιακές πηγές. Σημαντική παράλειψη εδώ, αποτελεί, βέβαια, η αποκλειστική αναφορά σε «υλικούς φορείς ήχου», δηλαδή CDs και όχι σε DVDs, θέτοντας εκτός της παρούσας ρύθμισης το μεγάλο πλέον πρόβλημα της πειρατείας κινηματογραφικών ταινιών.

Αντί επιλογής

Μια επιφανειακή, έστω, ενασχόληση με τα ζητήματα της πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως εμφανίζονται στο διαδικτυακό περιβάλλον, αρκεί για να οδηγήσει αβίαστα σε ένα επιτακτικό δίλημμα ανάμεσα στην ηρωοποιημένη πειρατεία και τα νόμιμα δικαιώματα των μεγάλων εταιριών. Προσεγγίζοντας το θέμα με την ιδιότητα του νομικού, η επιλογή είναι μάλλον μονόδρομος υπέρ του νόμου. Ωστόσο, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως η «λευκή» πειρατεία του διαδικτύου δεν προκαλεί ιδιαίτερα το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Ίσως επειδή όλοι γνωρίζουν κάποιο «δικτυοπειρατή» που περιέργως στερείται εγκληματικού προφίλ ή επειδή καθένας, λίγο έως πολύ, έχει στη διάθεσή του ψηφιακό υλικό αμφισβητούμενης νομιμότητας. Από την άλλη πλευρά, τίθεται ένα ζήτημα ηθικής, πέρα από τις νομοθετικές ρυθμίσεις, όσον αφορά την ανταμοιβή του δημιουργού για το έργο που μας προσφέρει. Βέβαια, δύσκολα συγκινούν οι συχνές διαμαρτυρίες των καλλιτεχνών που εισπράττουν σε μία εμφάνιση τους, τις ετήσιες απολαβές ενός ανειδίκευτου εργάτη, αλλά δεν μπορούμε να ακυρώνουμε τη συνολική προσφορά όλων των δημιουργών εξαιτίας ορισμένων ακριβοπληρωμένων ερμηνευτών. Πολύ περισσότερο, δεν είναι δυνατόν να αξιώνουμε την ανάπτυξη ποιοτικής πνευματικής δημιουργίας μόνο στο πλαίσιο του εθελοντισμού.

Η απάντηση στο αρχικό δίλημμα φαίνεται τώρα ακόμη πιο δύσκολη και ίσως απέχει αρκετά από τις προσφερόμενες επιλογές. Σε κάθε περίπτωση, μέχρι την εξεύρεση μιας μέσης ρεαλιστικής λύσης, η επιλογή ανήκει στον καθένα.

ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS:

Ν. 2121/1993 (ΦΕΚ Α΄ 25) (χωρίς την πρόσφατη τροποποίηση):

http://www.aepi.gr/upload/laws/laws8.pdf

Ν. 3524/2007 (ΦΕΚ Α΄ 15) (πρόσφατη τροποποίηση του Ν. 2121/1993):

http://www.foebus.gr/downloads/nomos35242007.pdf

Οδηγία 2001/29/ΕΚ:

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/site/el/oj/
2001/l_167/l_16720010622el00100019. pdf

Οδηγία 2001/84/ΕΚ:

http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/site/el/oj/
2001/l_272/l_27220011013el00320036. pdf

Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας:

http://www.opi.gr

Παγκόσμιος Οργανισμός Πνευματικής Ιδιοκτησίας:

http://www.wipo.int

WIPO Copyright Treaty:

http://www.wipo.int/export/sites/www/treaties/en/
ip/wct/pdf/trtdocs_wo033.pdf

Απλός Οδηγός περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας (αγγλικά):

http://www.wipo.int/freepublications/en/intproperty/
895/wipo_pub_895.pdf

Υπ. Πολιτισμού – Παγκόσμια Ημέρα Διανοητικής Ιδιοκτησίας:

http://www.yppo.gr/2/g22.jsp?obj_id=7570

Βλ. επίσης:

http://www.riaa.com

http://www.mpaa.org

http://www.ifpi.org και http://www.ifpi.gr

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2007

ΑΡΘΡΟ 342§4 ΠΚ: ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΣΕ ΑΣΕΛΓΕΙΑ (ΜΕΣΩ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ)

Τον Οκτώβριο του 2006 δημοσιεύτηκε ο νόμος 3500 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, περιλαμβάνοντας στις τελευταίες διατάξεις του την αντικατάσταση του άρθρου 342 του Ποινικού Κώδικα για την κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια. Ο εν λόγω νόμος και το νέο άρθρο 342 ΠΚ τέθηκαν σε ισχύ από τις 24 Ιανουαρίου του 2007. Ακολούθως παρατίθεται πλήρες το νέο άρθρο του Ποινικού Κώδικα:

Άρθρο 342
Κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια
 
1. Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί ασελγείς πράξεις με ανήλικο,
τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει
ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής:
α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη
τουλάχιστον δέκα ετών,
β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα, όχι όμως
και τα δεκαοκτώ έτη, με κάθειρξη.
2. Συνιστά επιβαρυντική περίσταση η τέλεση της πράξης
της πρώτης παραγράφου:
α) από οικείο,
β) από πρόσωπο που συνοικεί με τον ανήλικο
ή διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους οικείους του,
γ) από εκπαιδευτικό, παιδαγωγό, γυμναστή
ή άλλο πρόσωπο που παραδίδει μαθήματα
στον ανήλικο,
δ) από πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες
του ανηλίκου,
ε) από κληρικό με τον οποίο ο ανήλικος
διατηρεί πνευματική σχέση,
στ) από ψυχολόγο, ιατρό, νοσοκόμο
ή από ειδικό επιστήμονα που παρέχει
τις υπηρεσίες του στον ανήλικο.
3. Ο ενήλικος ο οποίος με χειρονομίες,
με προτάσεις ή με εξιστόρηση, απεικόνιση
ή παρουσίαση πράξεων που αφορούν
τη γενετήσια ζωή προσβάλλει την αιδώ ανηλίκου,
τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει
ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά,
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και
αν η πράξη τελείται κατά συνήθεια με φυλάκιση
τουλάχιστον δύο ετών.
Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται αναλόγως και στις
περιπτώσεις αυτές.
4. Ο ενήλικος, ο οποίος μέσω διαδικτύου ή άλλου μέσου
επικοινωνίας, αποκτά επαφή με πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε
τα δεκαέξι έτη και με προτάσεις ή με εξιστόρηση,
απεικόνιση ή παρουσίαση πράξεων που αφορούν τη γενετήσια
ζωή προσβάλλει την αιδώ του, τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους και αν η πράξη τελείται κατά
συνήθεια με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών.
5. Η παραγραφή των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων
αναστέλλεται μέχρι την ενηλικίωση του ανηλίκου.

Από την πρώτη ανάγνωση του άρθρου καθίσταται προφανής ο λόγος για τον οποίο απασχολεί ειδικά μια στήλη Νομικής Πληροφορικής. Στην παράγραφο 4 περιέχεται άμεση αναφορά στο Διαδίκτυο, η οποία μάλιστα είναι η πρώτη και η μοναδική μέχρι στιγμής που μπορούμε να συναντήσουμε στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα. Να σημειωθεί ότι η συμπλήρωση του Ποινικού Κώδικα με το νόμο 1805/1988 αφορούσε κυρίως περιπτώσεις διάπραξης εγκλημάτων με ηλεκτρονικό υπολογιστή (βλ. άρθρα 13γ, 370Β, 370Γ, 386Α) καθώς το 1988 το Διαδίκτυο αποτελούσε μάλλον άγνωστο όρο για το νομοθέτη όπως και για τους περισσότερους. Δεν ίσχυε, ωστόσο το ίδιο και το 2002, όταν προστέθηκε το άρθρο 348Α για την πορνογραφία ανηλίκων, με το νόμο 3064/2002. Τότε όμως, ορθά, ο νομοθέτης δεν υιοθέτησε κάποια ειδική αναφορά στο Διαδίκτυο, καλύπτοντας τις σχετικές περιπτώσεις με μια ευρύτερη ρύθμιση, που θα παρουσιαστεί στη στήλη στο άμεσο μέλλον καθώς επιδέχεται γενικότερη ανάλυση και κριτική.

Σήμερα, λοιπόν, ο ποινικός νομοθέτης εισάγει μια διάταξη με σκοπό να τυποποιήσει ως αξιόποινη μία συμπεριφορά που σχετίζεται άμεσα με το περιβάλλον του Διαδικτύου. Η βιασύνη του, όμως, να αποδείξει την ταχύτητα των κοινωνικών αντανακλαστικών του απέναντι στο πρόβλημα της παιδοφιλίας, οδήγησε σε μια, κατά την άποψή μας, πρόχειρη και φοβική έως υπερβολική ρύθμιση.

Ξεκινώντας από τα νομοτεχνικά στοιχεία, διακρίνουμε ότι η βασική μορφή του εγκλήματος, που αφορά την προσβολή της αιδούς των ανηλίκων, εντοπίζεται στην τρίτη παράγραφο, όπου προβλέπονται ποινές φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών και αν η πράξη τελείται κατά συνήθεια τουλάχιστον δύο ετών. Εν συνεχεία, η τέταρτη παράγραφος ανάγει την επίμαχη τέλεση μέσω διαδικτύου ή άλλου μέσου επικοινωνίας σε διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος για την οποία διπλασιάζει σχεδόν τα απειλούμενα ελάχιστα όρια των ποινών. Πριν προχωρήσουμε στην κριτική αυτής της επιλογής σε δικαιοπολιτική βάση, αξίζει να αναφερθούμε στην αντεγκληματική χρησιμότητα μιας τέτοιας διάταξης εν γένει. Θα ήταν φυσικά προκλητικό να αμφισβητήσει κανείς το πρόβλημα της παιδοφιλίας και εν πολλοίς υποκριτικό να μην αναγνωρίσει τον ακούσια υποβοηθητικό ρόλο του Διαδικτύου στην αύξηση του φαινομένου. Εντούτοις, μια άστοχα στοχευμένη ρύθμιση, όπως η συγκεκριμένη, δεν μοιάζει ικανή να προσφέρει ικανοποιητικές λύσεις, αφού μάλλον αγνοεί τον τρόπο λειτουργίας των σύγχρονων ψηφιακών υπηρεσιών και πολύ περισσότερο την επικρατούσα κουλτούρα ανεκτικότητας και αυτορρύθμισης των χρηστών. Σε ένα ριζοσπαστικό περιβάλλον επικοινωνίας, τόσο «ανοιχτό», όπως αυτό του Διαδικτύου και με απεριόριστες δυνατότητες ανωνυμίας και παραλλαγής ταυτότητας, η εν λόγω ρύθμιση κινείται μάλλον εκτός λειτουργικής πραγματικότητας του μέσου. Αν πάλι, σκοπός της διάταξης είναι να προσφέρει το κατάλληλο στήριγμα στη δράση των ολοένα και περισσότερων «κυβερνοφυλάκων» (cybercops), που επιδίδονται στην «αλίευση» παιδοφίλων σε ομάδες συζήτησης υψηλού κινδύνου, τότε μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε διπλά άστοχη. Για να στοιχειοθετηθεί η ποινική ευθύνη του δράστη-παιδόφιλου, η ανηλικότητα του θύματος -και μάλιστα κάτω των 16 ετών- αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, η οποία οφείλει να κρίνεται αντικειμενικά. Με απλά λόγια, δε θα ήταν δυνατή η σύλληψη ενός παιδόφιλου, βάσει του άρθρου 342 §4 ΠΚ, λόγω της συμμετοχής του σε μια ιδιωτική συζήτηση πραγματικού χρόνου (private live chat) με έναν αστυνομικό που υποδύεται τον δεκαπεντάχρονο, ακόμα κι αν η συμπεριφορά του θα ήταν ικανή να προσβάλει την αιδώ ενός ανήλικου.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, ακόμη και αν δεχτούμε την ανάγκη ύπαρξης μια τέτοιας ρύθμισης, αυτό που προκαλεί έκπληξη είναι η αντιμετώπιση του εν λόγω εγκλήματος ως διακεκριμένου. Η αναγνώριση υψηλότερης απαξίας στην εξ αποστάσεως εικονική επικοινωνία με ένα άγνωστο πρόσωπο που προσβάλει την αιδώ του ανήλικου σε σχέση με την αντίστοιχη προσβολή από ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης που εισέρχεται στο φυσικό χώρο του ανήλικου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το λιγότερο (τεχνο-)φοβική. Άλλωστε, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός πως η είσοδος στο διαδικτυακό εικονικό κόσμο όπως και στον πραγματικό, ακόμα και για έναν ανήλικο, συνυπάρχει με την εγκατάλειψη ενός κλειστού, προστατευμένου χώρου και την αυτόβουλη έκθεση σε ένα περιβάλλον διευρυμένης επικινδυνότητας. Η κάθε προσβολή σε αυτόν τον ήδη εκτεθειμένο χώρο δεν μπορεί να απαξιώνεται περισσότερο από την προσβολή εντός ενός προστατευμένου περιβάλλοντος, όπου εισέρχεται ο δράστης εκμεταλλευόμενος μια σχέση εμπιστοσύνης.

Εν κατακλείδι, διαφαίνεται ακόμη μια φορά η ανεπάρκεια της νομοπαραγωγικής διαδικασίας να ανταποκριθεί με ακρίβεια στις απαιτήσεις της ψηφιακής εποχής. Με αδέξιους χειρισμούς, άλλοτε σπεύδει και άλλοτε καθυστερεί, γεννώντας πολλές φορές μεγαλύτερη ανασφάλεια από αυτή που προσπαθεί να αντιμετωπίσει.

ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS:

Αιτιολογική Έκθεση της τροπολογίας για την αντιμετώπιση της παιδοφιλίας:

http://www.ministryofjustice.gr/print.php?sid=698