Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΗΣ ACTA


Η ACTA αποτελεί μια ιδιόμορφη συμφωνία διεθνούς ενδιαφέροντος η οποία ήρθε στο προσκήνιο τους τελευταίους μήνες και προκάλεσε πρωτοφανείς αντιδράσεις όχι μόνον από ενώσεις πολιτών και ακτιβιστικές οργανώσεις, αλλά και από θεσμικούς φορείς. Άλλωστε, το ιδιαίτερο καθεστώς σύνταξης της ACTA τροφοδότησε την περασμένη τριετία πλήθος συνωμοσιολογικών θεωριών οι οποίες προετοίμασαν δεόντως το έδαφος για την εκδήλωση έντονων και μαζικών διαμαρτυριών μόλις δημοσιοποιήθηκε το επίμαχο κείμενο. Δεδομένου ότι το εκρηκτικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί πλέον χαρακτηρίζεται από διάχυτη παραπληροφόρηση και υπερβολές κρίνουμε αναγκαία την προσπάθεια μιας κατά το δυνατόν ψύχραιμης και ουδέτερης κριτικής προσέγγισης του περιεχομένου της ACTA, με σκοπό να λειτουργήσει ως αφετηρία προβληματισμού και οδηγός κατανόησης αυτής της αμφιλεγόμενης  συμφωνίας.

Η ταυτότητα και η καταγωγή της ACTA
Η ACTA (Anti-Counterfeiting Trade Agreement) είναι μια διεθνής πολυμερής εμπορική συμφωνία για την καταπολέμηση της παραποίησης/απομίμησης. Αφορά λοιπόν τον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας εν γένει και στοχεύει ειδικότερα στη θέσπιση ενός ενιαίου πλαισίου επιβολής των πνευματικών δικαιωμάτων τόσο στον πραγματικό όσο και στον ψηφιακό κόσμο. Δεν έχει σκοπό, δηλαδή, να εισάγει νέα δικαιώματα επί των έργων της διανοίας, αλλά να διασφαλίσει την επιβολή των υφιστάμενων πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων.
Όπως αναφέρθηκε ήδη, η ACTA έχει τον χαρακτήρα εμπορικής συμφωνίας –έτσι ορίζεται από τους συντάκτες της– με στόχο να αποκτήσει ευρεία διεθνή εμβέλεια. Αποτελεί, δηλαδή, διεθνή συμφωνία, αλλά με ιδιότυπη καταγωγή. Η πρωτοβουλία για τη δημιουργία της ACTA δεν ανήκει σε κάποιον διεθνή Οργανισμό, ενώ οι συζητήσεις και οι διαπραγματεύσεις κατά τη σύνταξή της πραγματοποιούνταν υπό καθεστώς μυστικότητας μεταξύ μεμονωμένων κρατών και ενώσεων ιδιωτικών συμφερόντων (όπως οι ενώσεις προστασίας και διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων). Η προσπάθεια για την προώθηση μιας τέτοιας συμφωνίας φέρεται να ξεκίνησε το 2006 στην Ιαπωνία –η οποία ορίζεται πλέον και ως θεματοφύλακας της συμφωνίας στο καταληκτικό άρθρο 45 της ACTA. Κάθε σχετική ενέργεια όμως παρέμενε άγνωστη έως το 2008 που διέρρευσαν κάποια προπαρασκευαστικά κείμενα μέσω του Wikileaks. Μέχρι και το 2010 η πληροφόρηση για την ACTA βασιζόταν μόνο σε διαρροές. Αυτή η αδιαφανής διαδικασία ήταν βεβαίως αρκετή από μόνη της για την πυροδότηση ολοένα εντονότερων αντιδράσεων, αλλά και από πλευράς περιεχομένου τα ανεπίσημα προσχέδια της ACTA δέχονταν οξεία κριτική όσον αφορά κυρίως δύο βασικά σημεία: πρώτον, την πρόβλεψη μέτρου αντίστοιχου των «τριών χτυπημάτων» του γαλλικού νόμου HADOPI (δηλαδή διακοπή της σύνδεσης στο διαδίκτυο μετά από τρεις προειδοποιήσεις προς τον χρήστη για προσβολή πνευματικών δικαιωμάτων) και δεύτερον, τη θέσπιση αυστηρού πλαισίου προστασίας των πατεντών στον τομέα των φαρμακευτικών σκευασμάτων (δηλαδή την ουσιαστική απαγόρευση των κοινώς καλούμενων γενοσήμων ή αντιγράφων φαρμάκων).
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι πρώτες ανησυχίες εκφράσθηκαν επισήμως από τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων  με γνωμοδότηση την οποία συνέταξε στις αρχές του 2010, καθόσον είχε ήδη διαρρεύσει η συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις διαβουλεύσεις για την ACTA. Αντίστοιχη ήταν και η στάση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το οποίο με ψήφισμά του στις 10 Μαρτίου 2010 ζήτησε την πλήρη διαφάνεια των σχετικών διαπραγματεύσεων. Το αίτημα αυτό απαντήθηκε εντέλει στις 13 Φεβρουαρίου 2012 με σχετική ανακοίνωση της Επιτροπής η οποία παραθέτει με χρονολογική σειρά αναλυτικά στοιχεία των διαπραγματεύσεων, στις οποίες μετείχε –όπως αναφέρει– από το 2008. Το τελικό κείμενο της ACTA δημοσιοποιήθηκε επισήμως τον Απρίλιο του 2011. Πρέπει να σημειωθεί ότι από το εν λόγω κείμενο λείπει οποιαδήποτε πρόβλεψη μέτρου αντίστοιχου των «τριών χτυπημάτων» καθώς και η ρητή απαγόρευση όσον αφορά τα γενόσημα φάρμακα.

Η δομή και το περιεχόμενο της ACTA
Κατ’ αρχάς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι για τους σκοπούς αυτής της παρουσίασης λαμβάνεται υπόψη η ελληνική μετάφραση του κειμένου της ACTA της 23ης Αυγούστου 2011, που διατίθεται από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, είναι προφανές ότι για λόγους οικονομίας αυτής της παρουσίασης δεν αναπαράγεται το σύνολο των άρθρων της συμφωνίας, αλλά εντοπίζονται οι κρισιμότερες –κατά τη γνώμη μας– διατάξεις της και επισημαίνονται ή ερμηνεύονται με ευσύνοπτο τρόπο ορισμένα ασαφή και προβληματικά σημεία.
Η ΑCTA αποτελείται από 6 κεφάλαια και 45 άρθρα. Μετά από ένα σύντομο εισαγωγικό προοίμιο ακολουθεί το πρώτο κεφάλαιο (αρχικές διατάξεις και γενικοί ορισμοί) κατά το οποίο η συμφωνία αυτή δεν υπερέχει ουσιαστικά ούτε επηρεάζει τις διατάξεις άλλων διεθνών συμφωνιών στις οποίες μετέχουν τα συμβαλλόμενα μέρη της (άρθρο 1). Περαιτέρω, από το άρθρο 2 προκύπτει ότι οι διατάξεις της ΑCTA δεν εφαρμόζονται άμεσα, αλλά απαιτείται η ανάληψη ανάλογων νομοθετικών πρωτοβουλιών από το κάθε συμβαλλόμενο μέρος. Οι οικείες νομοθεσίες μπορούν μάλιστα να περιλαμβάνουν εκτενέστερη επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας από εκείνη που προβλέπει η εν λόγω συμφωνία. Επίσης, η ΑCTA δεν διαπλάθει το ουσιαστικό δίκαιο διανοητικής ιδιοκτησίας των κρατών, εφαρμόζεται μόνον επί των πνευματικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στο πλαίσιο των εθνικών εννόμων τάξεων (άρθρο 3). Επιπλέον, η ΑCTA διατείνεται ότι δεν έχει σκοπό να θίξει το υφιστάμενο καθεστώς προστασίας της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δεδομένων αφού δεν επιβάλλει σχετικές υποχρεώσεις στα συμβαλλόμενα μέρη (άρθρο 4). 
Το δεύτερο κεφάλαιο (νομικό πλαίσιο για την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας) συνιστά τον βασικό τμήμα της συμφωνίας και περιλαμβάνει τις σημαντικότερες και πλέον αμφιλεγόμενες διατάξεις. Αρχικώς, προβλέπονται ορισμένες αυτονόητες και γενικά παραδεκτές υποχρεώσεις λήψης αναγκαίων και αποτελεσματικών μέτρων δικονομικού χαρακτήρα. Συναφώς, ξεχωρίζει στο άρθρο 9, περί υπολογισμού της αποζημιώσεως σε περιπτώσεις προσβολής πνευματικών δικαιωμάτων, η αναφορά σε «εικασίες». Ο όρος αυτός, αν και επεξηγείται σε σχετική υποσημείωση δεν παύει να δημιουργεί ασάφεια η οποία δεν ευνοεί την επιθυμητή ασφάλεια δικαίου. Με τον ίδιο ανακριβή τρόπο προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2 και η δυνατότητα των δικαστικών αρχών να διατάσσουν την καταστροφή ή απόσυρση από τα δίκτυα εμπορίας όλων των μέσων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αντιγράφων. Μολονότι σε κάθε περίπτωση η πρωτοβουλία ανήκει στον εθνικό δικαστή, προκαλεί εύλογη απορία το γεγονός ότι κατά το γράμμα αυτής της διάταξης μπορεί να διαταχθεί εν γένει η απόσυρση από την αγορά κάθε είδους συσκευών αντιγραφής (π.χ. από φωτοτυπικά μηχανήματα έως και βιντεοκάμερες) αλλά και υλικών αντιγραφής (π.χ. από φωτοτυπικό χαρτί έως και εγγράψιμους ψηφιακούς δίσκους). Η συγκεκριμένη διάταξη οφείλει οπωσδήποτε να εξειδικευθεί ώστε να αποφευχθούν τυχόν υπερβολές στην δικαστική επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.
Ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί και το άρθρο 11, κατά το οποίο οι δικαστικές αρχές πρέπει να έχουν την εξουσία να διατάσσουν τον παραβάτη ή τον φερόμενο ως παραβάτη να αποκαλύψει πληροφορίες που αφορούν οποιαδήποτε πτυχή της παράβασης ή διευκολύνουν την ταυτοποίηση τρίτων προσώπων. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί προφανώς μόνο με την απειλή ποινής, αν και δεν παρέχεται σχετική διευκρίνιση. Με άλλα λόγια για να εφαρμοσθεί η διάταξη αυτή πρέπει να καμφθούν τα αναγνωρισμένα δικαιώματα του κατηγορουμένου και να ποινικοποιηθεί η σιωπή του. Πρόκειται εμφανώς για μια διάταξη η οποία κάθε άλλο παρά συνάδει με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δικονομικές εγγυήσεις που αναγνωρίζονται στις περισσότερες εθνικές έννομες τάξεις και κατοχυρώνονται σε υφιστάμενες διεθνείς συνθήκες ευρείας αποδοχής.
Αξιοσημείωτη είναι και η πρόβλεψη «συνοριακών μέτρων» (άρθρα 13 επ.), δηλαδή η καθιέρωση τελωνειακών ελέγχων με σκοπό την ανίχνευση παραβιάσεων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Τούτο σημαίνει, επί παραδείγματι,  ότι κατά τη διέλευση των συνόρων με φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή θα πρέπει να ελέγχεται αν υπάρχουν εγκατεστημένες εφαρμογές ή αποθηκευμένα αρχεία στη μνήμη του υπολογιστή που συνιστούν προϊόντα παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων, αλλά και αν μια βαλίτσα επώνυμης εταιρίας είναι αυθεντική ή απομίμηση. Σε κάθε περίπτωση, άλλη μια υποσημείωση στο επίμαχο σημείο της συμφωνίας απαλλάσσει από αυτήν την υποχρέωση τα υπογράφοντα κράτη που ανήκουν ήδη σε τελωνειακή ένωση με άλλα κράτη (π.χ. κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Τα άρθρα 23 έως 26 αφορούν την επιβολή ποινικών κυρώσεων περιλαμβάνοντας γενικές κατευθύνσεις ως προς την ποινικοποίηση ορισμένων συμπεριφορών και τις συναφείς ποινικές διαδικασίες. Αυτό το τμήμα της ΑCTA χαρακτηρίζεται, αφενός, από μια γενικευμένη προσέγγιση όσον αφορά τα προβλεπόμενα ποινικά αδικήματα και, αφετέρου, από την υιοθέτηση της έννοιας «εμπορική κλίμακα» η οποία χρησιμοποιείται και στην ευρωπαϊκή οδηγία 2004/48 σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Με τη χρήση της «εμπορικής κλίμακας» ως προϋποθέσεως της ποινικής ευθύνης επιδιώκεται σαφώς η ποινικοποίηση παραβάσεων πνευματικών δικαιωμάτων οι οποίες έχουν ορισμένη ευρύτητα και αποσκοπούν σε σημαντικό οικονομικό όφελος. Περαιτέρω, προξενεί εντύπωση η παρουσία μιας πολύ εξειδικευμένης διατάξεως εντός ενός, κατά τα λοιπά, γενικού πλαισίου. Πρόκειται για την παράγραφο 3 του άρθρου 23 η οποία ορίζει ότι «τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να θεσπίζουν ποινικές διαδικασίες και κυρώσεις σε αντίστοιχες περιπτώσεις για τη μη εξουσιοδοτημένη αντιγραφή κινηματογραφικών ταινιών κατά την προβολή τους σε χώρο προβολής γενικά ανοικτό στο κοινό». Εν προκειμένω, βεβαίως, εννοείται η συνήθης τακτική της μαγνητοσκόπησης κινηματογραφικών ταινιών με τη χρήση βιντεοκάμερας εντός κινηματογραφικών αιθουσών. Δεδομένου ότι δεν υφίσταται αντίστοιχη συγκεκριμένη πρόβλεψη για κανένα άλλο πνευματικό έργο (π.χ. όσον αφορά την ηχογράφηση μουσικής) ή για εμπορικά προϊόντα, είναι εύλογα τα ερωτήματα σε σχέση με την ύπαρξη αυτής της τόσο ειδικής διάταξης. Η μοναδική λογικοφανής εξήγηση ανάγεται στο στάδιο των εν κρυπτώ διαπραγματεύσεων κατά την προετοιμασία της συμφωνίας και επιβεβαιώνει στην πράξη τη φημολογούμενη ιδιαίτερα ενεργή συμμετοχή της Αμερικανικής Ένωσης Κινηματογραφικών Ταινιών, MPAA (Motion Picture Association of America) στη σύνταξη της ΑCTA.
Το μακροσκελές άρθρο 27 είναι αφιερωμένο στην επιβολή των πνευματικών δικαιωμάτων στο ψηφιακό περιβάλλον. Στην πρώτη παράγραφο γίνεται, μεταξύ άλλων, λόγος για τη λήψη «κατασταλτικών μέτρων που αποτρέπουν και αποθαρρύνουν περαιτέρω παραβιάσεις». Η συγκεκριμένη φράση είναι μάλλον το κατάλοιπο του αρχικώς προβλεφθέντος μέτρου των «τριών χτυπημάτων», δίνοντας πλέον απλώς την ευχέρεια στα συμβαλλόμενα μέρη να υιοθετούν παρόμοιες τακτικές σε εθνικό επίπεδο. Εν συνεχεία, πρέπει να επισημανθεί ότι στο πλαίσιο αυτού του άρθρου γίνεται διαρκής μνεία στην ανάγκη τήρησης θεμελιωδών αρχών, όπως η ελευθερία της έκφρασης και η ιδιωτικότητα. Συναφώς, υπάρχει και σχετική υποσημείωση, με την οποία λαμβάνεται υπόψη η δυνατότητα απαλλαγής της ευθύνης των παρόχων υπηρεσιών διαδικτύου. Με τον τρόπο αυτόν, η ΑCTA συμβιβάζεται με το άρθρο 15 της ευρωπαϊκής οδηγίας 2000/31 για το ηλεκτρονικό εμπόριο, βάσει του οποίου οι πάροχοι υπηρεσιών διαδικτυακής πρόσβασης δεν φέρουν υποχρέωση προληπτικού ελέγχου του διαδικτυακού περιεχομένου.
Ασφαλώς, κρισιμότερη είναι η παράγραφος 4, η οποία επιβάλλει ουσιαστικά την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και τη συνδρομή των παρόχων υπηρεσιών διαδικτυακής πρόσβασης με σκοπό τον εντοπισμό χρηστών που ενεργούν κατά παράβαση του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας. Αυτό συνιστά βέβαια την πιο σημαντική ανατροπή του υφιστάμενου νομικού καθεστώτος. Μολονότι, η άρση του απορρήτου για προσβολές πνευματικών δικαιωμάτων σε εθνικό επίπεδο δεν αποκλείεται από το δίκαιο της Ένωσης, η στάθμιση μεταξύ της ελευθερίας των χρηστών και της προστασίας του δικαιώματος πρόσβασης στο διαδίκτυο, αφενός, και της προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων, αφετέρου, έχει αποτρέψει έως σήμερα τέτοιες νομοθετικές πρωτοβουλίες στην πλειονότητα των εθνικών εννόμων τάξεων σε ευρωπαϊκό, αλλά και διεθνές επίπεδο. Πρέπει να σημειωθεί, βέβαια, ότι από το 2009  επικρατεί στη χώρα μας διφορούμενο καθεστώς κατόπιν σχετικής –μη νομοθετικού και μη δεσμευτικού χαρακτήρα– γνωμοδοτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος έκρινε επιτρεπτή την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για την διερεύνηση κάθε εγκληματικής πράξης στο διαδίκτυο. Ωστόσο, η σχετική διάταξη της ΑCTA μπορεί να δημιουργήσει πρωτοφανείς προοπτικές στην ενιαία αντιμετώπιση της ψηφιακής πειρατείας, διαρρηγνύοντας αναγκαστικά την υφιστάμενη στεγανότητα των προσωπικών δεδομένων στον κυβερνοχώρο. Στην περίπτωση αυτή η πληγείσα προστασία της ιδιωτικότητας των χρηστών θα μπορούσε να θωρακιστεί σε δεύτερο επίπεδο μόνον με την ορθή χρήση της προαναφερθείσας έννοιας της «εμπορικής κλίμακας», προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η άρση του απορρήτου θα αφορά πραγματικά μόνον τις περιπτώσεις ευρείας παραβίασης των πνευματικών δικαιωμάτων με σκοπό το εκτεταμένο εμπορικό όφελος.
Τα υπόλοιπα άρθρα της συμφωνίας στο τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο σκοπούν κυρίως στην προώθηση της διαβούλευσης, της ανταλλαγής πληροφοριών και της εν γένει συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, στην ευαισθητοποίηση του κοινού και στη συντονισμένη δράση σε διεθνές επίπεδο. Από το πέμπτο κεφάλαιο (θεσμικές ρυθμίσεις) χρήζει ειδικής μνείας το άρθρο 36 το οποίο προβλέπει τη συγκρότηση της επιτροπής ΑCTA, με τη συμμετοχή όλων των συμβαλλομένων μερών. Η επιτροπή ΑCTA είναι ουσιαστικά το βασικό όργανο εποπτείας και εφαρμογής της συμφωνίας με ευρύτατες αποφασιστικές, εκτελεστικές αλλά και κανονιστικές  αρμοδιότητες, καθόσον θεσπίζει και τροποποιεί τον εσωτερικό κανονισμό και είναι αρμόδια για την προώθηση των τροποποιήσεων του κειμένου της ΑCTA (βλ. άρθρο 42) με τη συναίνεση ή την έγκριση των συμβαλλομένων μερών. Στις τελικές διατάξεις (κεφάλαιο VI) της ΑCTA περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και η δυνατότητα αποχωρήσεως (άρθρο 41), η οποία όμως δεν έχει άμεση ισχύ. Ένα συμβαλλόμενο μέρος αποδεσμεύεται από την ΑCTA 180 ημέρες μετά την παραλαβή της σχετικής γραπτής κοινοποίησης από τον θεματοφύλακα. Επιπλέον, αξίζει να επισημανθεί ότι σε υποσημείωση του άρθρου 39 παρατίθενται όλοι οι συμμετέχοντες στη διαπραγμάτευση της συμφωνίας, στους οποίους συγκαταλέγονται η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ελληνική Δημοκρατία, ενώ λείπει φυσικά κάθε αναφορά σε ενώσεις ιδιωτικών συμφερόντων. Τέλος, η έναρξη ισχύος της συμφωνίας προϋποθέτει την κύρωσή της από 6 τουλάχιστον υπογράφοντα μέρη (άρθρο 40 της ΑCTA).

Οι τελευταίες εξελίξεις σχετικά με την ACTA
Μέχρι σήμερα, η ACTA έχει υπογραφεί μεμονωμένα από 22 κράτη μέλη της Ε.Ε. (εκτός από τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Κύπρο, την Εσθονία και τη Σλοβακία) καθώς και από την Ιαπωνία, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, το Μαρόκο, τη Σιγκαπούρη και τη Νότια Κορέα. Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η συμφωνία εξετάζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η έγκριση του οποίου είναι αναγκαία. Εντούτοις, εν αναμονή αυτής της έγκρισης, οι συνεχόμενες και εκτεταμένες διαμαρτυρίες των πολιτών σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη ανάγκασαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παραπέμψει το ζήτημα στην κρίση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο θα κληθεί να αποφανθεί επί της συμβατότητας της ΑCTA προς το δίκαιο της Ένωσης. Αξιοσημείωτη είναι η σθεναρή υποστήριξη της συμφωνίας εκ μέρους του αρμόδιου Επιτρόπου Karel De Gucht, ενώ την ίδια στιγμή η Επίτροπος για θέματα δικαιοσύνης Viviane Reding εξακολουθεί να τοποθετείται υπέρ της διαδικτυακής ελευθερίας τονίζοντας ότι «η προστασία των δημιουργών δεν θα χρησιμοποιηθεί ποτέ ως πρόσχημα για τον περιορισμό της ελευθερίας των χρηστών του Διαδικτύου». Προς το παρόν, πάντως, κανένα από τα υπογράφοντα μέρη δεν έχει κυρώσει τη συμφωνία και όπως φαίνεται ο επόμενος καθοριστικός σταθμός στην εξέλιξη της ΑCTA θα είναι μάλλον η κρίσιμη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS:

Το πλήρες κείμενο της ACTA στην ελληνική γλώσσα:

Η γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων:

Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί διαφάνειας των διαπραγματεύσεων για την ACTA:

Δήλωση παραπομπής στο ΔΕΕ εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής:

Δήλωση της Επιτρόπου Viviane Reding:

Η θέση των «γιατρών χωρίς σύνορα» για την ACTA:

H European Digital Rights για την ACTA:

Σχετική γνωμοδότηση του Πανεπιστημίου του Αννόβερο:

Οι διαρροές του Wikileaks για την ACTA:

Βλ. επίσης: