Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2004

Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας λογισμικού στους κόλπους της Ευρώπης

Η δυνατότητα κατοχύρωσης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας λογισμικού (ευρέως διαδεδομένων με τον όρο «πατέντες λογισμικού» και διεθνώς γνωστών ως «e-patents» ή «software patents») στον ευρωπαϊκό χώρο και ειδικότερα σε ενωσιακό πλαίσιο έχει αναχθεί μέσα στην τελευταία διετία σε μείζον ζήτημα. Με αφορμή μια σχετική πρόταση Οδηγίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το 2002, ξεκίνησε ένας κύκλος διαβουλεύσεων που έφερε στο προσκήνιο την έντονη διχογνωμία επί του θέματος και πυροδότησε μια σειρά οργανωμένων διαμαρτυριών και ακτιβιστικών δράσεων. Μέσα, λοιπόν, σε ένα κλίμα μαζικής και θερμής πολεμικής ενάντια στις πατέντες λογισμικού και τους επίσημους φορείς που τις προωθούν, θα επιχειρηθεί η παρουσίαση της υπόθεσης με μια, όσο το δυνατόν, πιο ψύχραιμη ματιά.

Καταρχήν κρίνεται μάλλον απαραίτητο να αποσαφηνιστούν κάποιοι όροι τόσο από νομικής όσο και από τεχνολογικής πλευράς. Ξεκινώντας θα διακρίνουμε μεταξύ διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (πατέντες) και πνευματικών δικαιωμάτων (copyright) όσον αφορά τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών (λογισμικό ή software). Για τις πατέντες λογισμικού δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος και καθολικά αποδεκτός νομικός ορισμός. Επιχειρώντας όμως μία γενικότερη προσέγγιση, μπορεί να ειπωθεί ότι με την έννοια αυτή εννοείται η προστασία αλγορίθμων ή αποσπασματικών τεχνικών εντολών που απευθύνονται σε έναν υπολογιστή προκειμένου να εκτελέσει μια συγκεκριμένη ενέργεια στο πλαίσιο ενός προγράμματος. Ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή αποτελείται δηλαδή από μια πληθώρα τέτοιων αλγορίθμων, κανόνων υπολογισμού και τεχνικών εντολών, συνδυασμένων όμως με μοναδικό τρόπο για να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα και η μοναδικότητά του υπάγεται στην προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας στην οποία συχνά αναφερόμαστε με τον αγγλικό όρο «copyright». Όπως συμβαίνει στην τέχνη, αλλά και στο γραπτό ή προφορικό λόγο, με τον ίδιο τρόπο και ο δημιουργός λογισμικού αποκτά χωρίς ειδικές διατυπώσεις τα πνευματικά δικαιώματα πάνω στο έργο του. Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, αντίθετα, όχι μόνο δεν αφορούν ένα ολόκληρο πρόγραμμα, αλλά για την απόκτησή τους απαιτείται μια χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία ενώπιον ειδικών γραφείων κατοχύρωσης ευρεσιτεχνιών (στην Ελλάδα π.χ. αρμόδια αρχή είναι ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, Ο.Β.Ι.). Σημαντικό είναι επίσης πως οι πατέντες, εν γένει, προσφέρουν προστασία μικρότερης χρονικής διάρκειας (17-20 έτη) αλλά και εδαφικά περιορισμένη. Αυτό σημαίνει πως η χρήση και η εκμετάλλευση μίας εφεύρεσης ανήκει μονοπωλιακά στον εφευρέτη της, μόνο στις περιφέρειες των υπηρεσιών που, ύστερα από αίτηση του, την έχουν κατοχυρώσει.

Περαιτέρω, υπάρχει και μια αυτονομία στην πολιτική που ακολουθούν τα γραφεία κατοχύρωσης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας των διαφόρων χωρών ανάλογα με το νομικό καθεστώς στο οποίο βασίζονται. Έτσι λοιπόν, το Γραφείο Πατέντων και Εμπορικών Σημάτων των Η.Π.Α. (U.S. Patent and Trademark Office), αλλάζοντας την τακτική του υπό την πίεση αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου (υποθ. Diamond v. Diehr), άρχισε τη δεκαετία του ‘80 να παραχωρεί τις πρώτες πατέντες που αφορούσαν λογισμικό. Το φαινόμενο αυτό ενδυναμώθηκε ιδιαίτερα μετά το 1995 με την κυβερνητική υποστήριξη, ενώ πρέπει να σημειωθεί πως το Αμερικανικό Κογκρέσο δεν νομιμοποίησε ποτέ σαφώς τις πατέντες λογισμικού· η αδυναμία του όμως να τις εμποδίσει ερμηνεύτηκε ως αποδοχή τους.

Από την άλλη πλευρά, στον ευρωπαϊκό χώρο, πέραν των σχετικών κρατικών νομοθεσιών, βρίσκεται σε ισχύ η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (Convention on the Grant of European Patents ή European Patent Convention, εις το εξής Σύμβαση), υπογεγραμμένη στις 5 Οκτωβρίου 1973 στο Μόναχο. Βάσει της Σύμβασης, η οποία έχει επικυρωθεί και ισχύει σήμερα σε 30 χώρες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα από το 1986), λειτουργεί ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (European Patent Organisation) με βασικό εκτελεστικό του όργανο το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (European Patent Office, εις το εξής ΕΡΟ). Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνουν δύο διευκρινιστικές παρατηρήσεις. Καταρχήν η εν λόγω Σύμβαση και ο σχετικός Οργανισμός είναι τυπικά ανεξάρτητα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και βέβαια όλα τα κράτη-μέλη της Ένωσης -πλην της Μάλτας και της Λετονίας- έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση. Η δεύτερη διευκρίνιση αφορά την αρμοδιότητα του Οργανισμού, η οποία εστιάζεται προφανώς στην κατοχύρωση Ευρωπαϊκών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (European Patents). Η Ευρωπαϊκή Πατέντα όμως είναι αποψιλωμένη από αυτόνομους μηχανισμούς προστασίας. Όπως προκύπτει από τα άρθρα 2 §2, 64 §1 και 3, 66 επ. της Σύμβασης, το ΕΡΟ διευκολύνει απλώς τη διαδικασία για την κατοχύρωση της λεγόμενης Ευρωπαϊκής Πατέντας, που ισχύει μεν σε όλες τις υπογράφουσες τη Σύμβαση χώρες αλλά δεν προσφέρει καμία επιπλέον εγγύηση σε υπερεθνικό επίπεδο. Η νομική προστασία της πρέπει να αναζητηθεί από τις κατά τόπους κρατικές αρχές βάσει των εθνικών νομοθεσιών.

Για την ορθή άσκηση των εργασιών του, το ΕΡΟ οφείλει να τηρεί τις διατάξεις της Σύμβασης, η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, ποιες εφευρέσεις επιδέχονται κατοχύρωση. Συγκεκριμένα, το άρθρο 52 προβλέπει στην πρώτη παράγραφο την κατοχύρωση για εφευρέσεις οι οποίες είναι καινούριες (“new”), εισάγουν κάποια καινοτομία (“an inventive step”) και μπορούν να έχουν βιομηχανική εφαρμογή (“industrial application”). Με την παράγραφο 2, όμως, εξαιρούνται από την παραπάνω έννοια των εφευρέσεων τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών (“programs for computers”, περ. γ’). Στην ρύθμιση αυτή, τέλος, θέτει έναν περιορισμό η τρίτη παράγραφος ορίζοντας πως η εξαίρεση ισχύει μόνο στο βαθμό που ένα Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας αναφέρεται στο αντικείμενο (δηλ. στο πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή) «ως τέτοιο» (“…to the extent to which a European patent relates to such subject-matter as such.”). Η αμφιλεγόμενη διατύπωση, αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο ερμηνείας της φράσης «ως τέτοιο», σχημάτισε μια μάλλον ασταθή βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε τελικά το ΕΡΟ για να κατοχυρώσει από το 1986 έως σήμερα περισσότερες από 30.000 πατέντες λογισμικού. Η τακτική αυτή προκάλεσε πλείστες αντιδράσεις από μικρομεσαίες επιχειρήσεις λογισμικού, πανεπιστημιακούς και προγραμματιστές, οι οποίες όμως δεν κατάφεραν να αλλάξουν την κατάσταση. Απεναντίας, το 1997, η διοίκηση του ΕΡΟ έκρινε πως το κείμενο της Σύμβασης ήταν αυτό που έχρηζε αναθεώρησης, ώστε να προσφέρει μια στέρεα νομική βάση στην πρακτική κατοχύρωσης πατέντων λογισμικού και πίεσε προς αυτήν την κατεύθυνση, χωρίς όμως επιτυχία. Παράλληλα, το ΕΡΟ ενέτεινε και τη συνεργασία του με τα αντίστοιχα Γραφεία των Η.Π.Α. και της Ιαπωνίας. Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα υιοθετήθηκε, το 2000, ένα ενιαίο μοντέλο (Trilateral Standard) για την κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας λογισμικού.

Εν όψει της κατάστασης που διαμορφώθηκε, η Διεύθυνση Εσωτερικής Αγοράς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ανέλαβε την πρωτοβουλία εναρμόνισης των εθνικών νομοθεσιών προκειμένου να εξαλειφθεί η ανομοιογένεια μεταξύ των κρατών-μελών σε ότι αφορά την κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας λογισμικού και να εξασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία της ενιαίας αγοράς. Το 2002, λοιπόν, υποβλήθηκε από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η πρόταση 2002/0047 για την Οδηγία «σχετικά με τη δυνατότητα κατοχύρωσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας για εφευρέσεις που εφαρμόζονται σε υπολογιστή», ανοίγοντας ουσιαστικά το δρόμο για την θεσμοθέτηση της λεγόμενης Κοινοτικής Πατέντας (Community Patent). Επιδίωξη της Επιτροπής ήταν, θεωρητικά, να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις κατοχύρωσης δημιουργώντας συγχρόνως και το κατάλληλο έδαφος για την προώθηση μιας πιο σαφούς διατύπωσης του άρθρου 52 της Σύμβασης, προκειμένου να τεθεί ένα όριο στην υπερβολή του ΕΡΟ. Στην πράξη όμως το κείμενο της Επιτροπής ακολουθεί ως πρότυπο τη Σύμβαση και εξασφαλίζει επιπλέον ρητά την κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για προγράμματα υπολογιστών υπό τον όρο “computer-implemented inventions” (ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται και στο πλαίσιο του τριμερούς μοντέλου κατοχύρωσης που προαναφέρθηκε). Για να διασφαλιστεί, από την άλλη πλευρά, η ελευθερία της προγραμματιστικής λογικής, τίθεται ως αναγκαία προϋπόθεση κατοχύρωσης η ύπαρξη «τεχνικού αποτελέσματος» (“technical contribution”), προεξέχουσας δηλαδή συμβολής σε σχέση με το υπάρχον τεχνικό επίπεδο. Πέραν τούτου όμως, δεν υπάρχει μια σαφής οριοθέτηση μεταξύ τεχνικής εφεύρεσης και μεθόδου προγραμματισμού. Με τον τρόπο αυτό καλλιεργείται ουσιαστικά η ίδια ασάφεια, πάνω στην οποία στηρίχτηκε το ΕΡΟ για να κατοχυρώσει ως εφεύρεση, π.χ. μια μπάρα προόδου, με τη λογική ότι κάνει πιο αποδοτική τη χρήση μιας οθόνης υπολογιστή.

Η πρωτοβουλία της Επιτροπής, τροφοδότησε, όπως αναμενόταν, έντονες αντιδράσεις στους κύκλους των προγραμματιστών και ιδιαίτερα στο συνεχώς διογκούμενο κίνημα προώθησης ελεύθερου λογισμικού (ή αλλιώς λογισμικού ανοιχτού κώδικα). Με συνεχείς διαδηλώσεις, συλλογές υπογραφών, συζητήσεις με ευρωβουλευτές η ακτιβιστική κίνηση με κύριο συντονιστή το μη κερδοσκοπικό Ίδρυμα για μία Ελεύθερη Πληροφοριακή Υποδομή, FFII (Foundation for a Free Information Infrastructure) κατάφερε να περάσει το μήνυμα της επικινδυνότητας μιας τέτοιας Οδηγίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το τελευταίο, εγκρίνοντας πολλές από τις προτάσεις του FFII, υιοθέτησε, το Σεπτέμβριο του 2003, ένα τροποποιημένο κείμενο που όριζε ρητά ότι η προγραμματιστική λογική και οι μέθοδοι εργασίας δεν είναι δυνατόν να δεσμεύονται από πατέντες. Η πρόταση του Κοινοβουλίου διαβιβάστηκε, όπως προβλέπεται, στο Συμβούλιο Υπουργών, το οποίο ανέθεσε την περαιτέρω μελέτη της στην αρμόδια «Ομάδα Εργασίας για την Πνευματική Ιδιοκτησία». Ύστερα από πολύμηνες διαβουλεύσεις, το κείμενο που δόθηκε προς έγκριση στο Συμβούλιο αναιρούσε τελικά τις διορθώσεις των ευρωβουλευτών. Στις 18 Μαΐου 2004 το Συμβούλιο Υπουργών έκανε δεκτό το κείμενο με οριακή πλειοψηφία, χωρίς όμως να το εγκρίνει επισήμως. Η «πολιτική συμφωνία» επί του κειμένου της πρότασης, επρόκειτο να επικυρωθεί χωρίς περαιτέρω συζήτηση το καλοκαίρι του 2004, αλλά η έντονη διχογνωμία που διατηρείται επί του θέματος οδήγησε σε συνεχόμενες αναβολές. Ενδεικτικά αξίζει να σημειωθεί ότι ο Βέλγος Υπουργός Οικονομικών αμφισβήτησε την ύπαρξη πλειοψηφίας για τη στήριξη της πρότασης, καθώς από την 1η Νοεμβρίου 2004 άλλαξε ο επιμερισμός των ψήφων στα κράτη μέλη, ενώ η τελευταία αναβολή ζητήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2004 από τον Πολωνό Υπουργό, προκειμένου να ετοιμάσει μια «πρόταση βελτίωσης». Σε περίπτωση πάντως που εγκριθεί αυτή η πρόταση Οδηγίας, θα διαβιβαστεί ακολούθως για δεύτερη ανάγνωση στο Κοινοβούλιο, το οποίο, σύμφωνα με τη διαδικασία της συναπόφασης, μπορεί υπό κανονικές συνθήκες να την αποδεχθεί ως έχει, να την απορρίψει ή να εμείνει στην αρχική του πρόταση. Στην παρούσα φάση, όμως, του δίνεται το επιπλέον δικαίωμα, λόγω της μεσολάβησης των Ευρωεκλογών του 2004, να επανεξετάσει την πρόταση με τη διαδικασία της πρώτης ανάγνωσης.

Μετά την παρουσίαση της υπόθεσης και ανεξαρτήτως της εξέλιξής της στους προσεχείς μήνες, παραμένει πιθανώς η αβεβαιότητα σε πολλούς σχετικά με το αν χρειάζονται ή όχι οι πατέντες λογισμικού. Πρόκειται άλλωστε για ένα δύστροπο θέμα με ιδιόμορφη προβληματική και τεχνικές λεπτομέρειες, μη προσιτές σε όλους. Παρ’ όλα αυτά, ζώντας την εποχή της ηλεκτρονικής επανάστασης, δεν έχουμε την πολυτέλεια να αδιαφορήσουμε για ένα τέτοιο ζήτημα, θεωρώντας το πολύ ειδικό ή εξεζητημένο. Ελπίζοντας σε μια ουδέτερη προσέγγιση, δεν επιδιώκεται μέσα από τη στήλη η στήριξη μιας συγκεκριμένης θέσης, αλλά πολύ περισσότερο η παρουσίαση των γεγονότων και το έναυσμα για προβληματισμό και έρευνα. Τελειώνοντας λοιπόν δε θα αριθμήσουμε επιχειρήματα των δύο πλευρών διότι, ομολογουμένως, ο καταιγισμός πληροφοριών, απόψεων και επιχειρημάτων στην πληθώρα των «αντιπατεντικών» ιστοσελίδων και στα ακτιβιστικά fora του διαδικτύου κάνουν τις ανακοινώσεις και απόψεις των «αντιπάλων» επίσημων φορέων να ηχούν ως σιωπή. Θα περιοριστούμε απλά σε μερικές ενδεικτικές δηλώσεις:

«Η επένδυση στην καινοτομία πρέπει να ανταμείβεται (…) είναι θέμα κοινής λογικής ότι δεν μπορούν να αποκλείονται εφευρέσεις από τη δυνατότητα κατοχύρωσης, επειδή απλώς χρησιμοποιούν προγράμματα υπολογιστών

Frits Bolkenstein, Επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς, 2004

«Οι πατέντες στο λογισμικό είναι για τους προγραμματιστές σαν τις νάρκες. Λαμβάνοντας υπόψη τον μεγάλο αριθμό ιδεών που πρέπει να συνδυαστούν σε ένα σύγχρονο πρόγραμμα, ο κίνδυνος γίνεται πολύ μεγάλος

Richard Stallman, Πρόεδρος του Ιδρύματος Ελεύθερου Λογισμικού FSF, 2002

«Αν ο κόσμος είχε καταλάβει πως κατοχυρώνονται οι πατέντες, όταν οι περισσότερες σημερινές ιδέες έχουν βρεθεί χωρίς πατέντες, η σύγχρονη βιομηχανία θα ήταν σε πλήρη ακινησία

Bill Gates, Πρόεδρος της Microsoft, 1991

«Δε σκέφτηκα καθόλου να κατοχυρώσω την ιδέα μου…αν το είχα κάνει πιθανώς σήμερα δε θα μιλούσαμε καν για το Ίντερνετ.»

Tim Berners-Lee, δημιουργός του Παγκόσμιου Ιστού, 2002

«Αν ο Χάιδν είχε πατεντάρει τη σονάτα, ο Μότσαρτ θα βρισκόταν σε αδιέξοδο

Ανώνυμος χρήστης του διαδικτύου

ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS:

Η πρόταση Οδηγίας του 2002 και συναφή έγγραφα:

http://europa.eu.int/comm/internal_market/en/indprop/comp/

Απαντήσεις σε συχνές ερωτήσεις (FAQ) σχετικά με την πρόταση Οδηγίας:

http://europa.eu.int/comm/internal_market/en/indprop/comp/02-32.htm

Οι διορθώσεις που πρότεινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο:

http://swpat.ffii.org/papri/europarl0309/cons0401/index.en.html

Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας στην ιστοσελίδα του ΕΡΟ:

http://www.european-patent-office.org/legal/epc/e/ma1.html#CVN

http://swpat.ffii.org/papri/europarl0309/cons0401/index.de.html

Διαβάστε στην Βικιπαίδεια, σχετικά με τις πατέντες λογισμικού:

http://el.wikipedia.org/wiki/Software_patents

Οι κυριότερες ιστοσελίδες ενάντια στις πατέντες:

http://epatents.hellug.gr (ελληνική ομάδα ακτιβιστών)

http://www.noepatents.org/index_html?LANG=en

http://www.nosoftwarepatents.com/gr/m/intro/index.html

http://swpat.ffii.org

http://www.gnu.org

Επισκεφθείτε επίσης:

http://europa.eu.int/scadplus/leg/en/lvb/l26090.htm

http://www.epe.org.gr/showarticle.jsp?articleid=129

http://www.epatents.gov.sg

http://www.obi.gr

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2004

Νεότερες εξελίξεις στην υπόθεση «Microsoft»

Στο προηγούμενο τεύχος παρουσιάσαμε την υπόθεση της πλέον κραταιάς εταιρίας λογισμικού, Microsoft, η οποία βρέθηκε αντιμέτωπη με αυστηρότατες κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή λόγω των μονοπωλιακών πρακτικών της. Η εταιρία άσκησε έφεση κατά της απόφασης της Επιτροπής και το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε εν συνεχεία στην απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Π.Ε.Κ.) για την αναστολή ή μη της εκτέλεσης των ποινών μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, η οποία εκτιμάται ότι θα διαρκέσει 4 έως 5 χρόνια. Στις 22 Δεκεμβρίου 2004, το Π.Ε.Κ. απέρριψε τελικά το σχετικό αίτημα της Microsoft περί αναστολής και ζήτησε την άμεση συμμόρφωση της εταιρίας με την απόφαση της Επιτροπής καταργώντας και το χρονικό περιθώριο που προέβλεπε η εν λόγω απόφαση για την εκτέλεση των ποινών. Σύμφωνα με την απόφασή του Π.Ε.Κ., τα στοιχεία που προσκόμισε η Microsoft δεν αρκούν για να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή των ποινών θα της προκαλέσει σημαντική και ανεπανόρθωτη ζημία. Εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Τζόναθαν Τοντ εξέφρασε την ικανοποίησή του υποστηρίζοντας ότι «η εκτέλεση των ποινών θα ωφελήσει τον καταναλωτή και θα τονώσει την καινοτομία».

Η Microsoft, μετά το νέο πλήγμα που δέχτηκε, μελετά το ενδεχόμενο να ασκήσει έφεση κατά της αρνητικής αυτής απόφασης του Π.Ε.Κ. ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Σε κάθε περίπτωση όμως, η εταιρία αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση των λοιπών ποινών (εφόσον κατέβαλε ήδη από τις 29 Ιουνίου 2004 το πρόστιμο των 497 εκ. ευρώ) παρέχοντας, μέσα στους προσεχείς μήνες, πληροφορίες στους ανταγωνιστές για τις διεπαφές των Windows (Interoperability Information) αλλά κυρίως διαθέτοντας άμεσα στην αγορά άλλη μια έκδοση του λειτουργικού συστήματος Windows, αποψιλωμένη από το πρόγραμμα αναπαραγωγής πολυμέσων Media Player. Η έκδοση «Windows XP Reduced Media» θα διατίθεται από τις αρχές του 2005 στις αγορές των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δε θα παρέχει τη δυνατότητα αναπαραγωγής μουσικών CD, ταινιών DVD, αρχείων ήχου mp3 και βίντεο. Το συμβιβαστικό αυτό βήμα της Microsoft θα μπορούσε να θεωρηθεί απρόσμενο αλλά θα φανεί στην πράξη αν θα αλλάξει κάτι στην κίνηση της ευρωπαϊκής αγοράς που αντιστοιχεί στο 1/3 των πωλήσεων της εταιρίας. Ίσως άλλωστε να μην είναι τυχαίο, ότι λίγο μετά την καταδικαστική απόφαση της Επιτροπής, η Microsoft προχώρησε σε μια σημαντική αναβάθμιση του Windows Media Player κυκλοφορώντας τη δέκατη έκδοση του προγράμματος, η οποία μάλιστα δίνει για πρώτη φορά τη δυνατότητα όχι μόνο αναπαραγωγής αλλά και κωδικοποίησης των αρχείων ήχου σε μορφή mp3. Με τον τρόπο αυτό υπερκαλύπτεται το βασικό μειονέκτημα των προηγούμενων εκδόσεων και η Microsoft προλαβαίνει να διαθέσει στην αγορά ένα ισχυρό πρόγραμμα αναπαραγωγής πολυμέσων που δεν υστερεί σε τίποτα έναντι του ανταγωνιστικού λογισμικού. Απομένει, λοιπόν, να δούμε τις αντιδράσεις των ευρωπαίων καταναλωτών, στην ελεύθερη κρίση των οποίων ανήκει πλέον και η τελική επιλογή.

ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS:

Ολόκληρη η απόφαση του Π.Ε.Κ. στα αγγλικά:

http://curia.eu.int/jurisp/cgi-bin/gettext.pl?lang=en&num=

79958777T1904%20R0201_2&doc=T&ouvert=T&seance=ORD&where=()

Δηλώσεις στον Τύπο εκ μέρους της Επιτροπής:

http://europa.eu.int/rapid/pressReleasesAction.do?reference=MEMO/04/305&format=HTML&aged=0&language=EN&guiLanguage=en

Λοιπά δημοσιεύματα:

http://www.iht.com/articles/2004/12/22/business/soft.html

http://www.eweek.com/article2/0,1759,1744845,00.asp

http://www.siliconvalley.com/mld/siliconvalley/news/10271465.htm

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2004

Η Microsoft στο στόχαστρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού

Έπεσε τελικά η αυλαία της πρώτης πράξης στη νομική διαμάχη μεταξύ Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού (εις το εξής Επιτροπή) και Microsoft Corporation (εις το εξής Microsoft), με την καταδικαστική απόφαση της Επιτροπής στις 24 Μαρτίου 2004 και την επιβολή ενός πρωτοφανούς προστίμου, ύψους 497 εκατομμυρίων ευρώ, σε βάρος της αμερικανικής εταιρίας. Το «έργο» όμως αναμένεται πολύπρακτο.
Ξετυλίγοντας το χρονικό αυτής της υπόθεσης αξίζει να αναφερθεί πως η Microsoft αντιμετώπισε τις πρώτες κατηγορίες για αθέμιτο ανταγωνισμό ήδη από το 1993, αποτελώντας στόχο του Υπουργείου Δικαιοσύνης των Η.Π.Α. λόγω κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης της στην αγορά λογισμικού. Η υπόθεση έκλεισε τότε συμβιβαστικά μετά από πολλές διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο μερών. Λίγα χρόνια αργότερα, στις αρχές του 1997, ήταν η σειρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επέμβει στις ανταγωνιστικές πρακτικές της Microsoft, η οποία έκλεινε συνεργασίες με παροχείς υπηρεσιών Ίντερνετ (Internet Sercice Providers ή ISP’s) στην Ευρώπη επιβάλλοντας την αποκλειστική χρήση του δικού της λογισμικού πλοήγησης στον κυβερνοχώρο, του γνωστού προγράμματος Internet Explorer. Μια ανεπίσημη σύσταση στην εταιρεία να επανεξετάσει τις επιχειρηματικές συμφωνίες της υπό το πρίσμα των ευρωπαϊκών κανόνων ανταγωνισμού, στάθηκε εν τέλει επαρκής, ώστε να αφαιρεθούν αθέμιτοι όροι και παράνομες ρήτρες από τα επίμαχα συμβόλαια, αφήνοντας την περαιτέρω έρευνα εκ μέρους της Επιτροπής άνευ αντικειμένου.
Παρ’ όλα αυτά δεν άργησε να δοθεί η αφορμή για μια νέα επέμβαση της Επιτροπής στις εμπορικές δραστηριότητες της Microsoft. Στις 10 Δεκεμβρίου 1998 η εταιρία ηλεκτρονικών συστημάτων και λογισμικού Sun Microsystems Inc. (εις το εξής Sun), στηριζόμενη στο άρθρο 3 του Κανονισμού 17/1962, υπέβαλε αίτηση ενώπιον της Επιτροπής, ζητώντας να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να ελεγχθεί η μονοπωλιακή συμπεριφορά της Microsoft, που προσέκρουε ευθέως στο άρθρο 82 της Σ.Ε.Κ.. Συγκεκριμένα η Sun υποστήριζε πως τα προγράμματά της -όπως και άλλων εταιριών- δεν μπορούσαν να συνεργαστούν με το λειτουργικό σύστημα (Operating System ή OS) της Microsoft, τη σειρά δηλαδή των εκδόσεων Windows που εξοπλίζουν σχεδόν το 95% των ηλεκτρονικών υπολογιστών στην αγορά. Το πρόβλημα ξεκινούσε από την τακτική μυστικότητας εκ μέρους της Microsoft σχετικά με το πρωτόκολλο επικοινωνίας των Windows, που καθιστούσε αδύνατη την επίτευξη ικανοποιητικής συνεργασίας με λειτουργικά συστήματα ανταγωνιστικών εταιριών. Με τον τρόπο αυτό οι αγοραστές οδηγούνταν αναγκαστικά στην επιλογή προϊόντων της Microsoft προκειμένου να επιτύχουν την άρτια λειτουργία και επικοινωνία μεταξύ υπολογιστών ή/και διακομιστών σε περιβάλλον δικτύου.
Η αίτηση της Sun κινητοποίησε την Επιτροπή, η οποία επέκτεινε τις έρευνές της και στο πρόγραμμα αναπαραγωγής πολυμέσων της Microsoft, το Windows Media Player. H ενσωμάτωση και η διάθεση του προγράμματος αυτού στο λειτουργικό σύστημα των Windows θεωρήθηκε αθέμιτη ανταγωνιστική δράση καθώς μειώνει εκ των πραγμάτων το μερίδιο αγοράς για τα αντίστοιχα προγράμματα των υπολοίπων εταιριών λογισμικού. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι την ίδια χρονική στιγμή η Microsoft αντιμετώπιζε παρόμοιες κατηγορίες στις Η.Π.Α. σε σχέση με την ενσωμάτωση του προγράμματος πλοήγησης Internet Explorer στα Windows. Και αυτή η υπόθεση όμως έκλεισε με συμβιβασμό που επικυρώθηκε μάλιστα δικαστικά από το Περιφερειακό Δικαστήριο των Η.Π.Α. (U.S. District Court) τον Νοέμβριο του 2002. Αντιθέτως η εξέλιξη της διαδικασίας στον ευρωπαϊκό χώρο δεν οδήγησε ούτε σε γρήγορο, ούτε σε τόσο ανώδυνο αποτέλεσμα για την μεγάλη εταιρεία λογισμικού. H διάρκεια των ερευνών άγγιξε μια πενταετία, κατά την οποία ξεκίνησε ανταλλαγή έγγραφων συστάσεων και απαντήσεων μεταξύ Επιτροπής και Microsoft, χωρίς να επέλθει κάποιο ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Παράλληλα, ισχυροποιήθηκε το μέτωπο εναντίον του μονοπωλίου της Microsoft, καθώς ενεπλάκησαν στην υπόθεση, ως ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη, περισσότερες ανταγωνίστριες εταιρίες. Μία από αυτές, η RealNetworks Inc., κατάφερε να αποδείξει με μια επίδειξη ότι ο διαχωρισμός του Windows Media Player από το λειτουργικό σύστημα Windows είναι τεχνικά εφικτός, καταρρίπτοντας έτσι ένα βασικό επιχείρημα της Microsoft, που υποστήριζε την τεχνική αδυναμία αποψίλωσης των Windows από το πρόγραμμα αναπαραγωγής πολυμέσων.
Στις αρχές του 2004 και ενώ η πορεία των ερευνών ολοκληρωνόταν, επιχειρήθηκε μια τελευταία προσπάθεια συμβιβασμού που θα λύτρωνε τη Microsoft από το διαφαινόμενο εις βάρος της αποτέλεσμα. Παρ’ όλα αυτά, οι τριήμερες διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ευρωπαίου Επιτρόπου Μάριο Μόντι και του εκπροσώπου της εταιρίας Στίβεν Μπάλμερ δεν απέδωσαν καρπούς, ενώ οι πιέσεις που ασκήθηκαν εκ μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης των Η.Π.Α., το οποίο βρισκόταν σε διαρκή επικοινωνία με την Επιτροπή σχετικά με την υπόθεση, δε στάθηκαν ικανές να επηρεάσουν την τελική της απόφαση. Ενδεικτικά είναι τα λόγια του Ευρωπαίου Επιτρόπου, που δήλωσε ότι στην υπόθεση «Microsoft» η Ε.Ε. αποδείχτηκε «πιο ενωμένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες» (“more united than United States”). Την άνοιξη του 2004, λοιπόν, η Επιτροπή εξέδωσε την τελική και εμπεριστατωμένη της κρίση σε ένα -εξαντλητικό της υπόθεσης- κείμενο 300 σελίδων, προβλέποντας συνοπτικά τα εξής:
• Επιβολή προστίμου στη Microsoft ύψους 497 εκ. € (611 εκ. $), ποσό που προέκυψε ύστερα από διαδοχικές αυξήσεις καθώς η εταιρία δεν άλλαξε καθόλου τις επιχειρηματική τακτική της, ούτε συμμορφώθηκε με τις συστάσεις της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της πενταετούς έρευνας.
• Εντός 120 ημερών, η Microsoft κλήθηκε να αποκαλύψει πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες για τις διεπαφές των Windows (Interoperability Information), ώστε οι διακομιστές ομάδων εργασίας των ανταγωνιστών της να μπορούν να συνεργαστούν με υπολογιστές ή διακομιστές που χρησιμοποιούν Windows. Με τον τρόπο αυτό θα δίνεται η δυνατότητα στις ενδιαφερόμενες εταιρίες να αγοράσουν άδεια για το απαραίτητο πρωτόκολλο επικοινωνίας.
• Εντός 90 ημερών, η Microsoft κλήθηκε να παρέχει στους κατασκευαστές και αγοραστές της την επιπλέον δυνατότητα επιλογής μιας έκδοσης των Windows χωρίς Windows Media Player.
Όπως αναμενόταν, βέβαια, η απόφαση προκάλεσε την αντίδραση της Microsoft, η οποία προχώρησε καταρχήν άμεσα σε υπογραφή επιχειρηματικής συμφωνίας με τη Sun, βεβαιώνοντας την άψογη συνεργασία των τεχνολογιών των δύο εταιριών. Έχοντας λοιπόν κερδίσει την υποστήριξη της άλλοτε ισχυρής αντιπάλου της, Sun, η Microsoft προχώρησε στις 8 Ιουνίου 2004 στην υποβολή έφεσης εναντίον της απόφασης της Επιτροπής, μεταφέροντας έτσι την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Π.Ε.Κ.). Η διάρκεια εκδίκασης της έφεσης υπολογίζεται από τρία έως πέντε χρόνια, με συνέπεια αυτό που προκαλεί βραχυπρόθεσμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, να είναι η απόφαση του Προέδρου του Π.Ε.Κ., Μπο Βέστερχοφ, για την αναστολή ή μη των μέτρων που επιβλήθηκαν από την Επιτροπή. Επί τούτου, η απόφαση θα ληφθεί έπειτα από προφορική διαδικασία παράθεσης των επιχειρημάτων των δύο πλευρών, που θα διαρκέσει δύο ημέρες, ξεκινώντας στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2004. Έως τότε έχει ανασταλεί προσωρινά και η συμμόρφωση της Microsoft με την απόφαση της Επιτροπής.
Εν αναμονή, λοιπόν, των εξελίξεων και κλείνοντας προς το παρόν το σύντομο χρονικό της ηχηρής υπόθεσης Microsoft, ας κρατήσουμε έναν προβληματισμό γύρω από αυτήν την πρώτη ήττα της κυρίαρχης εταιρίας στην αγορά λογισμικού. Φαίνεται οξύμωρο να αναφερόμαστε σε ήττα όταν αυτή έρχεται μία πενταετία μετά την πρώτη καταγγελία και ίσως χρειαστεί άλλη μία πενταετία για να κλείσει οριστικά η υπόθεση. Ήδη σήμερα αλλά πολύ περισσότερο το 2009, η αφαίρεση π.χ. του Windows Media Player από το λειτουργικό σύστημα της Microsoft δε θα έχει πιθανώς κανένα νόημα, αφού πια θα έχει συντριβεί ο ανταγωνισμός αλλά και το ενδιαφέρον των εταιριών θα στρέφεται σε διαφορετικές κατευθύνσεις (π.χ. νόμιμη διακίνηση μουσικής μέσω Διαδικτύου). Όσον αφορά δε τις αμφιβολίες που προκύπτουν σχετικά με το αν και κατά πόσο θα ωφεληθεί ο τελικός χρήστης από αυτή την προσπάθεια εξυγίανσης του ανταγωνισμού, καλό είναι να διευκρινισθεί πως ο καταναλωτής δε θα στερηθεί τη μέχρι σήμερα δεδομένη υπηρεσία αναπαραγωγής πολυμέσων στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή. Απλώς θα μπορεί να επιλέξει ο ίδιος το καταλληλότερο και ίσως οικονομικότερο πρόγραμμα της εταιρίας που επιθυμεί, χωρίς να έχει προεπιλέξει γι’ αυτόν η Microsoft.

Σχετικά Links:
Ολόκληρη η απόφαση της Επιτροπής στα αγγλικά: http://europa.eu.int/comm/competition/antitrust/cases/decisions/37792/en.pdf
Ενδεικτικά δημοσιεύματα του διαδικτυακού Τύπου:
http://www.eurunion.org/news/press/2004/20040047.htm
http://www.heise.de/newsticker/meldung/45944
http://www.eweek.com/article2/0,1759,1608454,00.asp
http://www.winnetmag.com/Article/ArticleID/43361/43361.html

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2004

Εισαγωγικά...

Το 1996, ένα βήμα πριν την ραγδαία διάδοση των προσωπικών ηλεκτρονικών υπολογιστών στη χώρα μας και μόλις το Ίντερνετ είχε αρχίσει να εισβάλει δειλά στην ελληνική πραγματικότητα, η Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου επέδειξε τολμηρή διορατικότητα εγκαινιάζοντας μια στήλη "Νομικής Πληροφορικής". Έκτοτε έχει φιλοξενήσει ποικίλες μελέτες επιστημόνων με ανησυχίες και ειδικούς προβληματισμούς σχετικά με την συνύπαρξη του Δικαίου και των Νέων Τεχνολογιών, φωτίζοντας πολλές πτυχές αυτού του νέου και δυσπρόσιτου τομέα της νομικής επιστήμης. Σήμερα πια, που η ανάγκη ύπαρξης της στήλης θεωρείται προφανής, κρίνεται σκόπιμη η επιπλέον κάλυψη κάποιων επίκαιρων ζητημάτων με συνοπτικό τρόπο, ώστε να παρέχεται στους αναγνώστες έγκαιρη ενημέρωση για τις ολοένα ταχύτερες εξελίξεις στο χώρο της Νομικής Πληροφορικής. Μακάρι η νέα στήλη «e-πίκαιρα» να ανταποκριθεί στις προσδοκίες και το ζωηρό ενδιαφέρον του νομικού κόσμου.